-
21 ατταγήσι
-
22 ἀτταγῆσι
-
23 ατταγήνων
-
24 ἀτταγήνων
-
25 attagen
attagēn, gēnis, Akk. gēna, m. (ἀτταγήν), eine Art wilder Hühner, Ionicus od. Ionius, nach einigen das Haselhuhn (Tetrao bonasia, L.), nach andern der Frankolin (Tetrao Francolinus, L.), Hor. epod. 2, 54. Plin. 10, 133. – Nbf. attagēna, ae, f., Mart. 2, 37, 3 u. 13, 61, 12: Phrygia attagena, Varr. sat. Men. 403 (b. Gell. 6 [7], 16, 5). – Nomin. Plur. attagenae, Marc. Emp. 20. fol. 114 (a), 10: Genet. Plur. attagenarum, Mart. 13, 61, 2. Edict. Diocl. 4, 30. -
26 attagēn
attagēn ēnis, m, ἀτταγήν, the heath-cock, H.* * *bird resembling partridge, francolin? hazel-hen/heath-cock (L+S) -
27 ταγηνάριον
A s.v. ἀτταγᾶς, Lex. de Spir.p.192.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταγηνάριον
-
28 ἀτταγῆς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτταγῆς
-
29 ἀτταγᾶς
ἀτταγᾶς, ἀτταγήν, ἀτταγής, ein Wiesenvogel, wahrscheinlich Haselhuhn -
30 ἀτταγής
ἀτταγᾶς, ἀτταγήν, ἀτταγής, ein Wiesenvogel, wahrscheinlich Haselhuhn
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀτταγήν — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνα — ἀτταγήν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνας — ἀτταγήν masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνες — ἀτταγήν masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνι — ἀτταγήν masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆνος — ἀτταγήν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγῆσι — ἀτταγήν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτταγήνων — ἀτταγήν masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατταγάς — ἀτταγᾱς και ἀτταγήν ( ῆνος), ο (Α) 1. ονομασία διαφόρων τύπων πέρδικας 2. η πέρδικα ως φαγητό ορεκτικό 3. Ἀτταγᾱς Θεσσαλός διαβόητος για τη φαυλότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για ονοματοποιημένη λ., που δημιουργήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ταγήν — Μ 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὄνομα ὀρνέου» 2. (κατά τον Ζωναρ.) «κόσκινον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγήν «ονομασία διαφόρων ειδών πέρδικας» με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek
ταγηνάριον — τὸ, Μ ἀτταγηνάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀτταγηνάριον, υποκορ. τού ἀτταγήν με σίγηση τού αρκτικού α ] … Dictionary of Greek