-
1 ατολμία
ἀτολμίᾱ, ἀτολμίαwant of daring: fem nom /voc /acc dualἀτολμίᾱ, ἀτολμίαwant of daring: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀτολμίαι, ἀτολμίαwant of daring: fem nom /voc plἀτολμίᾱͅ, ἀτολμίαwant of daring: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ατολμια
-
3 ἀτολμία
Βλ. λ. ατολμία -
4 ἀτολμίᾳ
Βλ. λ. ατολμία -
5 ατολμία
η робость, нерешительность -
6 ἀτολμία
ἀτολμ-ία, ἡ,2 bashfulness, D.61.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτολμία
-
7 ἀτολμία
ἀ-τολμία, Mutlosigkeit, Feigheit -
8 ατολμία
1) shyness2) timidityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ατολμία
-
9 ατολμίας
ἀτολμίᾱς, ἀτολμίαwant of daring: fem acc plἀτολμίᾱς, ἀτολμίαwant of daring: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 ἀτολμίας
ἀτολμίᾱς, ἀτολμίαwant of daring: fem acc plἀτολμίᾱς, ἀτολμίαwant of daring: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ατολμίαι
ἀτολμίαwant of daring: fem nom /voc plἀτολμίᾱͅ, ἀτολμίαwant of daring: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 ἀτολμίαι
ἀτολμίαwant of daring: fem nom /voc plἀτολμίᾱͅ, ἀτολμίαwant of daring: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ατολμίαν
-
14 ἀτολμίαν
См. также в других словарях:
ἀτολμία — ἀτολμίᾱ , ἀτολμία want of daring fem nom/voc/acc dual ἀτολμίᾱ , ἀτολμία want of daring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμίᾳ — ἀτολμίαι , ἀτολμία want of daring fem nom/voc pl ἀτολμίᾱͅ , ἀτολμία want of daring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατολμία — Έλλειψη τόλμης, δειλία. Στην ψυχιατρική, α. λέγεται η ψυχολογική ανεπάρκεια που φέρνει διαταραχές στη βούληση, τη διανόηση και την κίνηση (αδεξιότητα). Η α. οφείλεται ή σε απότομους ψυχονευρικούς κλονισμούς ατόμων που παρουσιάζουν βλάβες του… … Dictionary of Greek
ατολμία — η έλλειψη τόλμης, δειλία: Σ όλη του τη ζωή είχε μιαν ατολμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτολμίας — ἀτολμίᾱς , ἀτολμία want of daring fem acc pl ἀτολμίᾱς , ἀτολμία want of daring fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμίαι — ἀτολμία want of daring fem nom/voc pl ἀτολμίᾱͅ , ἀτολμία want of daring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτολμίαν — ἀτολμίᾱν , ἀτολμία want of daring fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαρρεψιά — η [αθάρρευτος] έλλειψη θάρρους, ατολμία, δειλία … Dictionary of Greek
ακαρδοσύνη — η [άκαρδος] 1. ατολμία, δειλία 2. η ψυχική σκληρότητα … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
δείλιασμα — το [δειλιάζω] η παροδική απώλεια θάρρους, η ατολμία … Dictionary of Greek