Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀσᾱν-

  • 1 Ασαν-

         Ἀσαν-
         Ἀσᾱν-
        лак. = Ἀθην-

    Древнегреческо-русский словарь > Ασαν-

  • 2 άσαν

    ἄσᾱν, ἄση
    surfeit: fem acc sg (doric aeolic)
    ἄ̱σᾱν, ἀσάω
    glut oneself: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἄ̱σᾱν, ἀσάω
    glut oneself: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἄσᾱν, ἀσάω
    glut oneself: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἄσᾱν, ἀσάω
    glut oneself: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > άσαν

  • 3 ἄσαν

    ἄσᾱν, ἄση
    surfeit: fem acc sg (doric aeolic)
    ἄ̱σᾱν, ἀσάω
    glut oneself: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἄ̱σᾱν, ἀσάω
    glut oneself: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
    ἄσᾱν, ἀσάω
    glut oneself: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἄσᾱν, ἀσάω
    glut oneself: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἄσαν

  • 4 άασαν

    ἀάω
    hurt: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
    ἄ̱ασαν, ἀάζω
    breathe with the mouth wide open: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀάζω
    breathe with the mouth wide open: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > άασαν

  • 5 ἄασαν

    ἀάω
    hurt: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
    ἄ̱ασαν, ἀάζω
    breathe with the mouth wide open: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ἀάζω
    breathe with the mouth wide open: aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἄασαν

  • 6 απεσχετλίασαν

    ἀπεσχετλί̱ασαν, ἀπό-σχετλῖάζω
    aor ind act 3rd pl
    ἀπό-σχετλιάζω
    complain of hardship: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > απεσχετλίασαν

  • 7 ἀπεσχετλίασαν

    ἀπεσχετλί̱ασαν, ἀπό-σχετλῖάζω
    aor ind act 3rd pl
    ἀπό-σχετλιάζω
    complain of hardship: aor ind act 3rd pl

    Morphologia Graeca > ἀπεσχετλίασαν

  • 8 ηνίασαν

    ἠνίᾱσαν, ἀνιάω
    grieve: aor ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
    ἠνί̱ασαν, ἀνιάζω
    grieve: aor ind act 3rd pl (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ηνίασαν

  • 9 ἠνίασαν

    ἠνίᾱσαν, ἀνιάω
    grieve: aor ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
    ἠνί̱ασαν, ἀνιάζω
    grieve: aor ind act 3rd pl (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ἠνίασαν

  • 10 ώασαν

    ἄασαν, ἀάω
    hurt: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
    ἄ̱ασαν, ἀάζω
    breathe with the mouth wide open: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ώασαν

  • 11 ὤασαν

    ἄασαν, ἀάω
    hurt: aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
    ἄ̱ασαν, ἀάζω
    breathe with the mouth wide open: aor ind act 3rd pl (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ὤασαν

См. также в других словарях:

  • Ασάν — Δυναστεία Βούλγαρων ηγεμόνων (1186–1398). Κυριότεροι εκπρόσωποί της ήταν ο Ιωάννης Α., ο δημιουργός του δεύτερου βουλγαρικού κράτους, που δολοφονήθηκε το 1195 και ο Ιωάννης Α. Β’ (1218 41), που συμμάχησε με τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης.… …   Dictionary of Greek

  • ἄσαν — ἄσᾱν , ἄση surfeit fem acc sg (doric aeolic) ἄ̱σᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱σᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄσᾱν , ἀσάω glut oneself imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄσᾱν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βατάτζης, Ιωάννης — Βυζαντινός αυτοκράτορας της Νίκαιας (1222 1254). Βασίλεψε στον θρόνο της Νίκαιας, του σπουδαιότερου από τα τρία ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν το 1204, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Ο Β. είναι ο αυτοκράτορας …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Асан, Омер — Омер Асан тур. Ömer Asan …   Википедия

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • βλάχοι — Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»