Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀσχέτων

См. также в других словарях:

  • ἀσχέτων — ἄσχετος not to be checked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κου-Κλουξ-Κλαν — η ονομασία δύο χωριστών και άσχετων μεταξύ τους τρομοκρατικών ρατσιστικών οργανώσεων τών Ηνωμένων Πολιτειών, από τις οποίες η μία συστάθηκε αμέσως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και διατηρήθηκε ώς τη δεκαετία τού 1870 και η άλλη πρωτοεμφανίστηκε το 1915 …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • συνονθύλευμα — το, Ν 1. παραγέμισμα 2. σύμφυρμα ανόμοιων και, συχνά, άσχετων μεταξύ τους πραγμάτων 3. μτφ. σύγγραμμα που αποτελεί συρραφή από διάφορες πηγές, συμπίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνονθυλεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Δημ. Ν. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • φάντες — και φάντης, ο, Ν 1. φιγούρα τής τράπουλας που παριστάνει νεανία, βαλές 2. φρ. α) «ήρθε σαν φάντης μπαστούνι» λέγεται για την απροσδόκητη αλλά και ενοχλητική εμφάνιση ενός προσώπου β) «τί σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλένκο, Σεργκέι — (Sergei Vasilenko, Μόσχα 1872 – 1956). Ρώσος μουσικοσυνθέτης. Συνεχίζοντας την παράδοση των αντιπροσώπων της ρωσικής σχολής του 19ου αι., που τα ενδιαφέροντά τους διχάζονταν συχνά μεταξύ της μουσικής και άλλων κλάδων ολότελα άσχετων, σπούδασε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ερνστ, Μαξ — (Μαχ Ernst, Κολονία 1891 – Παρίσι 1976). Γερμανός ζωγράφος και γλύπτης. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του έλαβε μέρος στην κίνηση Νταντά και το 1919 εξέθεσε με την ομάδα FaTaGaGa (Fabrication Tableaux Garantis Gazόmetriques) τα κολάζ του, συνθέσεις …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • συμπίλημα — το σύνολο άσχετων πραγμάτων: Διατυπώθηκε η άποψη ότι τα ομηρικά έπη αποτελούν συμπίλημα παλαιότερων επών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»