-
1 αστηρ
1) звезда(ἀγγέλλων φάος Ἠοῦς Hom.; Σείριος ἀ. Hes.; ἀστέρες πλάνητες Arst.)
2) метеор(διατρέχοντες ἀστέρες Arph.)
3) небесное знамение(ἀστέρα εἷναι Hom.)
4) метеорит(ἀ. πέτρινος Diog.L.)
5) сигнальный огонь, пламя(δόλιον ἀστέρα λάμψαι Eur.)
6) перен. светило, светоч, краса(ἀ. πατρίδος Plut.)
7) зоол. морская звезда ( Stella marina или Asterias) Arst.8) астер ( род самосветящегося камня) Plut.
См. также в других словарях:
αστέρας — ο (AM ἀστήρ, έρος) 1. αυτόφωτο ουράνιο σώμα, άστρο 2. έξοχος, υπέροχος («αστέρες του κινηματογράφου» «φανερώτατον ἀστέρ Ἀθήνας», για τον Ιππόλυτο Ευρ.) νεοελλ. 1. το άστρο της αυγής, ο αυγερινός 2. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα άστρου μσν. νεοελλ.… … Dictionary of Greek