-
1 αστος
I.ὅ1) горожанин, гражданин Hom., Eur., Soph., Her., Lys., Plat.2) ( в Афинах) житель города ( в отличие от πολίτης, пользовавшийся только гражданскими, но не политическими правами)(ἐξ ἀστῶν πολίτας ποιεῖν Arst.)
II.Aesch. стяж. к ἄϊστος -
2 ἀστός
ὁ ἀστός горожанин, гражданин -
3 αστός
ο, αστή η1) горожанин, -ка; 2) буржуа; буржуй, -ка (презр.); 3) человек с буржуазными взглядами, привычками -
4 αστός
[астос] ουσ α горожанин. -
5 αιστος
стяж. αἴστος или ᾆστος 21) невидимый; неведомый, исчезнувщийἄϊστον ποιεῖν τινα Hom. — сделать кого-л. безвестным, уничтожить всякое воспоминание о ком-л.;
ὤλετ΄ ᾆστος Aesch. — он пропал без вести;βωμοὴ ἄϊστοι Aesch. — разрушенные алтари2) не видящий, не знающий(τινος Eur.)
-
6 εισβιαζομαι
врываться силой, вторгаться(πρός τινα Diod.; εἰς τοὺς οἴκους и μετὰ τῶν ὅπλων Plut.)
ὢν οὐκ ἀστὸς εἰσβιάζεται Arph. — не являясь гражданином, он хочет им стать насильно;εἰς τέν ἀρχέν εἰ. Plut. — силой захватить власть;εἰ. τινα ἄκοντα ποιεῖσθαί τι Dem. — силой принудить кого-л. к чему-л.
См. также в других словарях:
ἀστός — townsman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστός — ο (θηλ. αστή, η) (AM ἀστός, ἀστή) 1. ο κάτοικος της πόλης νεοελλ. 1. όποιος ανήκει στην αστική τάξη, σε αντίθεση με τον εργάτη ή τον αγρότη 2. όποιος πρεσβεύει αντιλήψεις αστικού καθεστώτος αρχ. 1. ο αυτόχθων, ο γηγενής 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ … Dictionary of Greek
αστός — ο θηλ. ή 1. αυτός που μένει στην πόλη (αντίθ. αγρότης): Σ όλες σχεδόν τις τεχνολογικά προηγμένες χώρες οι αστοί είναι περισσότεροι από τους αγρότες. 2. αυτός που ανήκει στην άρχουσα κοινωνική τάξη (αστική): Ο Αλ. Πάλλης ήταν αστός και μάλιστα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾆστος — ἄιστος unseen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖς — ἀστός townsman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖσι — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῖσιν — ἀστός townsman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοί — ἀστός townsman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστοῦ — ἀστός townsman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστούς — ἀστός townsman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστῷ — ἀστός townsman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)