-
1 Αστυάναξ
-
2 Ἀστυάναξ
-
3 αστυάναξ
-
4 ἀστυάναξ
-
5 Άστυάναξ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Άστυάναξ
-
6 ἀστυάναξ
A lord of the city, epith. of certain gods, A. Supp. 1018 (lyr.): in Hom. only as pr. n., Astyanax, the son of Hector:—hence Adj. [full] Ἀστυανάκτειος, α, ον, AP9.351 (Leon.).II by an obscene pun, = ἄστυτος, Eust.849.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστυάναξ
-
7 Ἀστυάναξ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀστυάναξ
-
8 Αστυάνακτ'
Ἀστυάνακτα, Ἀστυάναξmasc acc sgἈστυάνακτι, Ἀστυάναξmasc dat sgἈστυάνακτε, Ἀστυάναξmasc nom /voc /acc dual -
9 Ἀστυάνακτ'
Ἀστυάνακτα, Ἀστυάναξmasc acc sgἈστυάνακτι, Ἀστυάναξmasc dat sgἈστυάνακτε, Ἀστυάναξmasc nom /voc /acc dual -
10 αστυάνακτ'
ἀστυάνακτα, ἀστυάναξlord of the city: masc acc sgἀστυάνακτι, ἀστυάναξlord of the city: masc dat sgἀστυάνακτε, ἀστυάναξlord of the city: masc nom /voc /acc dual -
11 ἀστυάνακτ'
ἀστυάνακτα, ἀστυάναξlord of the city: masc acc sgἀστυάνακτι, ἀστυάναξlord of the city: masc dat sgἀστυάνακτε, ἀστυάναξlord of the city: masc nom /voc /acc dual -
12 Αστυάνακτα
-
13 Ἀστυάνακτα
-
14 Αστυάνακτας
-
15 Ἀστυάνακτας
-
16 Αστυάνακτι
-
17 Ἀστυάνακτι
-
18 Αστυάνακτος
-
19 Ἀστυάνακτος
-
20 αστυάνακτα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀστυάναξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυάναξ — lord of the city masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστυάναξ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιός του Έκτορα και της Ανδρομάχης, που οι γονείς του τον ονόμασαν Σκαμάνδριο και ο λαός του Α., προς τιμήν του πατέρα του, που είχε πολεμήσει με αυταπάρνηση για την Τροία. Ο Οδυσσέας ή ο Μενέλαος ή ο Νεοπτόλεμος τον σκότωσε,… … Dictionary of Greek
Ἀστυάνακτα — Ἀστυάναξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυάνακτα — ἀστυάναξ lord of the city masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυάνακτας — Ἀστυάναξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυάνακτας — ἀστυάναξ lord of the city masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυάνακτι — Ἀστυάναξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυάνακτι — ἀστυάναξ lord of the city masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀστυάνακτος — Ἀστυάναξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυάνακτος — ἀστυάναξ lord of the city masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)