-
1 ἀστραπό-πληκτος
ἀστραπό-πληκτος, von Blitz getroffen, Seneca Q. N. 1, 15.
-
2 ἀστραπόπληκτος
См. также в других словарях:
οινόπληκτος — οἰνόπληκτος, ον (Α) πιωμένος, μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. αστραπό πληκτος] … Dictionary of Greek