-
1 ῥυάχετος
-
2 ρυαχετος
-
3 ῥυάχετος
A unstable crowd of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as ὁ ῥέων ὀχετός; cod. Rav. gives ῥυγχάχετος, other codd. and Suid. ῥυχάχετος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυάχετος
См. также в других словарях:
ρυάχετος — ὁ, Α θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα αχ και επίθημα ετός (πρβλ. συρφ ετός)] … Dictionary of Greek