-
81 άρεα
-
82 ἄρεα
-
83 άρεος
-
84 ἄρεος
-
85 άρεω
-
86 ἄρεω
-
87 άρεως
-
88 ἄρεως
-
89 άρηα
-
90 ἄρηα
-
91 αρηίοις
ἀρηΐοις, Ἄρηςthe god of destruction: masc /neut dat pl (epic)ἀρηΐοις, ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat pl -
92 ἀρηίοις
ἀρηΐοις, Ἄρηςthe god of destruction: masc /neut dat pl (epic)ἀρηΐοις, ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat pl -
93 αρηίοισι
ἀρηΐοισι, Ἄρηςthe god of destruction: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀρηΐοισι, ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
94 ἀρηίοισι
ἀρηΐοισι, Ἄρηςthe god of destruction: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀρηΐοισι, ἄρειοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
95 αρηίου
ἀρηΐου, Ἄρηςthe god of destruction: masc /neut gen sg (epic)ἀρηΐου, ἄρειοςmasc /neut gen sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: masc /neut gen sg -
96 ἀρηίου
ἀρηΐου, Ἄρηςthe god of destruction: masc /neut gen sg (epic)ἀρηΐου, ἄρειοςmasc /neut gen sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: masc /neut gen sg -
97 αρηίους
ἀρηΐους, Ἄρηςthe god of destruction: masc acc pl (epic)ἀρηΐους, ἄρειοςmasc acc pl (epic ionic)ἀρείωνbetter: masc acc pl -
98 ἀρηίους
ἀρηΐους, Ἄρηςthe god of destruction: masc acc pl (epic)ἀρηΐους, ἄρειοςmasc acc pl (epic ionic)ἀρείωνbetter: masc acc pl -
99 αρηίω
ἀρηΐῳ, Ἄρηςthe god of destruction: masc /neut dat sg (epic)ἀρηΐῳ, ἄρειοςmasc /neut dat sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat sg -
100 ἀρηίῳ
ἀρηΐῳ, Ἄρηςthe god of destruction: masc /neut dat sg (epic)ἀρηΐῳ, ἄρειοςmasc /neut dat sg (epic ionic)ἀρείωνbetter: masc /neut dat sg
См. также в других словарях:
Ἄρης — the god of destruction masc nom sg Ἄρης the god of destruction masc nom sg (epic) Ἄρις fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρης — the god of destruction masc nom sg Ἄρης the god of destruction masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… … Dictionary of Greek
Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… … Dictionary of Greek
Άρης Θεσσαλονίκης — Αθλητικός σύλλογος που δημιουργήθηκε το 1914 στη συμπρωτεύουσα, δύο χρόνια μετά την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος και στις παραμονές κήρυξης του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η ομάδα δημιουργήθηκε από έναν πυρήνα ποδοσφαιριστών στην περίφημη Καμάρα … Dictionary of Greek
Ἀρῆς — Ἀρεύς masc nom pl Ἀρεύς masc nom/voc pl Ἀρή fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρῆς — ἀ̱ρῆς , ἀείρω attach fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρά prayer fem gen sg (epic ionic) ἀράζω snarl fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρή prayer fem gen sg (epic ionic) αἴρω attach fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρῃς — ἄ̱ρῃς , αἴρω attach aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιχασ(ι)άρης — α, ικο, Ν αυτός που σιχαίνεται εύκολα ή σε υπερβολικό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχασ(ι)ά + κατάλ. άρης (πρβλ. ζαβολι άρης)] … Dictionary of Greek
Βελουχιώτης, Άρης — (Λαμία 1905 – 1945).Ψευδώνυμο του Θανάση Κλάρα, ενός από τους βασικούς πρωτεργάτες της Αντίστασης στα χρόνια της Κατοχής. Γεννήθηκε στη Λαμία και σπούδασε στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή της Λάρισας. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και άλλαξε στη… … Dictionary of Greek
καγκελ(λ)άρης — ο (Μ καγκελ[λ]άρης) καγκελάριος· [ΕΤΥΜΟΛ. < καγκελάριος (πρβλ. Αντώνιος > Αντώνης)] … Dictionary of Greek