-
1 ἀρεσκεία
ἀρεσκεία, ἡ, gefälliges, schmeichelndes Wesen, meist tadelnd, Gefallsucht, Kriecherei; vgl. Theophr. char. 5; Pol. 31, 26, 5; τοῠ βασιλέως, Gehorsam, 6, 2, 12; Selbstgefälligkeit, M. Anton. 5, 18.
-
2 ἀρεσκεία
ἀρεσκεία, gefälliges, schmeichelndes Wesen, meist tadelnd: Gefallsucht, Kriecherei; Selbstgefälligkeit -
3 αὐτ-αρεσκεία
αὐτ-αρεσκεία, ἡ, Selbstgefälligkeit, Sp.
-
4 ἀνθρωπ-αρεσκεία
ἀνθρωπ-αρεσκεία, ἡ, das Streben, den Menschen zu gefallen, K. S.
-
5 αὐθ-άδεια
αὐθ-άδεια, ἡ, p. αὐϑᾱδία, Selbstgefälligkeit, Anmaßung, Rechthaberei, καὶ δυςκολία Plat. Rep. IX, 590 a; Arist. Eth. 2, 3 stellt sie der ἀρεσκεία, dem Bemühen, es Allen recht zu machen, gegenüber, welchen beiden Extremen als Tugend σεμνότης entspricht. Auch Sp., wie Pol. 16, 22; συνϑηκῶν, eigenmächtiges Verfahren beim Bündniß, Dion. Hal. 9, 17; κατ' αὐϑάδειαν. eigenmächtig, Strab.
-
6 ἀνθρωπαρεσκεία
ἀνθρωπ-αρεσκεία, das Streben, den Menschen zu gefallen -
7 αὐθάδεια
-
8 αὐταρεσκεία
См. также в других словарях:
ἀρεσκείᾳ — ἀρεσκείᾱͅ , ἀρέσκεια obsequiousness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱͅ , ἀρεσκεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκεια — obsequiousness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρέσκεια — η (AM ἀρέσκεια) ευχαρίστηση, ικανοποίηση, προτίμηση αρχ. 1. το να προσπαθεί κάποιος να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, η δουλοπρέπεια 2. κάθε τι που κολακεύει ή ευχαριστεί κάποιον 3. (με καλή σημασία) η καλή, η αρμόζουσα, η ηθική συμπεριφορά 4. αἱ… … Dictionary of Greek
ἀρεσκείας — ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκείαις — ἀρέσκεια obsequiousness fem dat pl ἀρεσκεία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεσκείαν — ἀρεσκείᾱν , ἀρεσκεία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκειαι — ἀρέσκεια obsequiousness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσκειαν — ἀρέσκεια obsequiousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαρέσκεια — ἡ, Μ προσποιητή φιλοφροσύνη, κολακεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + αρέσκεια (< άρεσκος < ἀρέσκω), πρβλ. φιλ αρέσκεια] … Dictionary of Greek
AMBITIO — apud Solin. c. 25. ubi de Britannia, Navig ant autem vimineis alveis, quos circumdant ambitione tergorum bubulorum: est ἡ περιβολὴ. Uti apud Tertullianum de Pallio, Cum latioris purpurae ambitro et Galatici ruboris superiectio Saturnum commendat … Hofmann J. Lexicon universale
άρεσκος — ἄρεσκος, ο, η (AM) 1. ευχάριστος στους τρόπους 2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως αρχ. αρεσκεύομαι. ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος αρχ. ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος] … Dictionary of Greek