-
121 ἀρχόντων
ἄρχωto be first: pres part act masc /neut gen plἄρχωto be first: pres imperat act 3rd plἄρχωνruler: masc gen pl -
122 κάρχοντος
ἄρχοντος, ἄρχωto be first: pres part act masc /neut gen sgἄρχοντος, ἄρχωνruler: masc gen sg -
123 κἄρχοντος
ἄρχοντος, ἄρχωto be first: pres part act masc /neut gen sgἄρχοντος, ἄρχωνruler: masc gen sg -
124 archon
archōn, ontis, m. (ἄρχων, Herrscher), der Archont, in Athen nach Abschaffung der Könige die höchste Beamtenwürde, Cic. de fat. 19. Vell. 1, 2, 4: archontes perpetui, Vell. 1, 8, 3. – Spätlat. übh. für hohe Magistratsperson, Tert. adv. Marc. 4, 42 u.a. -
125 archōn
archōn ontis, m, ἄρχων, the highest magistrate of Athens.* * *archon, one of the highest magistrates in Athens -
126 αρχονταρίκι
αρχονταρίκι τοархондарик – гостиница для паломников в монастыреЭтим.< άρχοντας < άρχων, -οντος «предводитель, начальник, архонт»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αρχονταρίκι
-
127 βασιλική
βασιλική η1) базилика – прямоугольная постройка, состоящая обычно из трех продольных частей (нефов), ориентированных с запада на восток и разделенных колоннами или столбами. Сформировалась еще в архитектуре Древнего Рима, а затем получила широкое распространение в раннехристианскую эпоху как основной тип культовых сооружений. На востоке трансформировалась в крестово-купольный храм;2) христианский храм прямоугольной формы:η βασιλική του Αγ. Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη — базилика Св. Димитрия в Салониках
Этим.дргр. Термин относится к фразе βασίλειον στοάν «царский портик», где άρχων βασιλεύς «архонт афинской демократии» издавал законы -
128 758
{сущ., 37}начальник, вождь, предводитель, правитель, князь, владыка.Ссылки: Мф. 9:18, 23, 34; 12:24; 20:25; Мк. 3:22; Лк. 8:41; 11:15; 12:58; 14:1; 18:18; 23:13, 35; 24:20; Ин. 3:1; 7:26, 48; 12:31, 42; 14:30; 16:11; Деян. 3:17; 4:5, 8, 26; 7:27, 35; 13:27; 14:5; 16:19; 23:5; Рим. 13:3; 1Кор. 2:6, 8; Еф. 2:2; Откр. 1:5.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 758
См. также в других словарях:
ἅρχων — ἄρχων , ἄρχω to be first pres part act masc nom sg ἄρχων , ἄρχων ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρχων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχων — ἄρχω to be first pres part act masc nom sg ἄρχων ruler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρχων — (3ος–2ος αι. π.Χ.).Ευγενής από την Αιγείρα. Έγινε τρεις φορές στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας (187, 172, 170 π.Χ.). Κατηγορήθηκε για εχθρότητα προς τους Ρωμαίους, αλλά υποστηρίχτηκε από την Εκκλησία του Δήμου για τα πατριωτικά του φρονήματα. * … Dictionary of Greek
ἀρχῶν — ἀρχή beginning fem gen pl ἀρχός leader masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρχον — Ἄρχων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρχους — Ἄρχων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek