-
1 αρχοντικός
-
2 ἀρχοντικός
-
3 ἀρχοντικός
ἀρχοντικός, ή, όν (s. ἄρχων; Herm. Wr. 1, 25; Anth. Pal. 9, 763; Vett. Val. 14, 24f; 70, 8; 355, 33; pap) pert. to primary leadership obligations at various administrative levels, commanding (s. ἄρχων 2; used of angels ἀρχοντικός Celsus 6, 27; 35; Kephal. I, 53, 7) in ref. to angels συστάσεις ἀ. assemblages of the (celestial) commanders ITr 5:2.—DELG s.v. ἄρχω C p. 120. -
4 ἀρχοντικός
ἀρχοντικός, zum Archon gehörig, Sp.
-
5 αρχοντικος
-
6 ἀρχοντικός
-
7 αρχοντικός
η, ό[ν]1) благородный; великодушный, щедрый; 2) господский, барский;αρχοντικά καμώματα — барские замашки
-
8 ἀρχοντικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχοντικός
-
9 αρχοντικά
ἀρχοντικόςof an archon: neut nom /voc /acc plἀρχοντικά̱, ἀρχοντικόςof an archon: fem nom /voc /acc dualἀρχοντικά̱, ἀρχοντικόςof an archon: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 ἀρχοντικά
ἀρχοντικόςof an archon: neut nom /voc /acc plἀρχοντικά̱, ἀρχοντικόςof an archon: fem nom /voc /acc dualἀρχοντικά̱, ἀρχοντικόςof an archon: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 αρχοντικών
-
12 ἀρχοντικῶν
-
13 αρχοντικόν
-
14 ἀρχοντικόν
-
15 αρχοντική
-
16 ἀρχοντικῇ
-
17 αρχοντικής
-
18 ἀρχοντικῆς
-
19 αρχοντικαίς
-
20 ἀρχοντικαῖς
См. также в других словарях:
ἀρχοντικός — of an archon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχοντικός — ή, ο (AM ἀρχοντικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άρχοντα νεοελλ. 1. εκείνος που ταιριάζει σε άρχοντα, ο μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και στους τρόπους 2. το ουδ. ως ουσ. το σπίτι πλούσιου ή άρχοντα (και φιλοφρονητικά κάθε σπίτι) («Σε… … Dictionary of Greek
αρχοντικός — ή, ό αυτός που ταιριάζει σε άρχοντα: Είχε αρχοντικό παράστημα κι αρχοντικούς τρόπους· το ουδ. ως ουσ., το αρχοντικό το σπίτι ή το κτήμα του άρχοντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχοντικά — ἀρχοντικός of an archon neut nom/voc/acc pl ἀρχοντικά̱ , ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc/acc dual ἀρχοντικά̱ , ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικῶν — ἀρχοντικός of an archon fem gen pl ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικόν — ἀρχοντικός of an archon masc acc sg ἀρχοντικός of an archon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικαῖς — ἀρχοντικός of an archon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικαί — ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικοῖς — ἀρχοντικός of an archon masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικοί — ἀρχοντικός of an archon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικοῦ — ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)