Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρχοντικός

См. также в других словарях:

  • ἀρχοντικός — of an archon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχοντικός — ή, ο (AM ἀρχοντικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άρχοντα νεοελλ. 1. εκείνος που ταιριάζει σε άρχοντα, ο μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και στους τρόπους 2. το ουδ. ως ουσ. το σπίτι πλούσιου ή άρχοντα (και φιλοφρονητικά κάθε σπίτι) («Σε… …   Dictionary of Greek

  • αρχοντικός — ή, ό αυτός που ταιριάζει σε άρχοντα: Είχε αρχοντικό παράστημα κι αρχοντικούς τρόπους· το ουδ. ως ουσ., το αρχοντικό το σπίτι ή το κτήμα του άρχοντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχοντικά — ἀρχοντικός of an archon neut nom/voc/acc pl ἀρχοντικά̱ , ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc/acc dual ἀρχοντικά̱ , ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικῶν — ἀρχοντικός of an archon fem gen pl ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικόν — ἀρχοντικός of an archon masc acc sg ἀρχοντικός of an archon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικαῖς — ἀρχοντικός of an archon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικαί — ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικοῖς — ἀρχοντικός of an archon masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικοί — ἀρχοντικός of an archon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχοντικοῦ — ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»