-
61 καί [3]
καί – δέ, verbindend u. entgegensetzend, und doch, aber auch, bei Hom. in καὶ δή hinüberspielend, Il. 14, 364. 20, 99. 22, 494 Od. 12, 116; auch καὶ δέ τε, Il. 20, 28, καὶ δέ νυ, 22, 420. – Bei den Attikern treten ein od. mehrere Wörter dazwischen, u. es wird dadurch das Zutreten von etwas Neuem angedeutet, καὶ αὐτὸς Ἡγήσανδρος ἐσώϑη, καὶ οἱ ἄλλοι δὲ λοχαγοὶ συνῆλϑον, aber auch die anderen (nicht bloß er wurde gerettet), Xen. An. 6, 1, 6; so wird 2, 6, 8 ein neuer Charakterzug des Klearch eingeführt durch καὶ ἀρχικὸς δὲ ἐλέγετο εἶναι; vgl. 5, 2, 14. 9, 1.
-
62 ὑπ-ηρετικός
ὑπ-ηρετικός, ή, όν, zum Rudern gehörig, sc. πλοῖ. ον, Ruderschiff, Lichterböte, Dem. 50, 46; σκάφος, Strab. 5, 3, 5. – Uebh. zum Handreichen, Bedienen gehörig, Plat. Euthyphr. 13 d; Ggstz ἀρχικός, im superl., Legg. XII, 942 e; ὅπλα, die Waffen der gemeinen Miethstruppen, Xen. Cyr. 2, 1, 18; κέλης, Hell. 1, 6, 36.
-
63 δημαρχικος
-
64 επαρχικος
-
65 ιππαρχικος
3касающийся гиппарха, относящийся к командованию конницейὁ Ἰππαρχικός Xen. — Трактат об обязанностях гиппарха;
ἱππαρχικὸν καὴ χωρία γιγνώσκειν, sc. ἐστίν Xen. — к обязанностям гиппарха относится и знание местности -
66 ολιγαρχικος
-
67 πειθαρχικος
-
68 χιλιαρχικος
-
69 горизонт
1. (линия горизонта) о ορίζοντας, о ορίζων- της Γηςискусственный - (нвг.) τεχνητός -2. (горн., геол.) о ορίζοντας, το επίπεδο, η στάθμηисходный - (геод.) αρχικός -основной - горн. βασικός -промежуточный - горн. ενδιάμεσος -условный (геод.) - αναφοράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонт
-
70 ионизация
ο ιονισμόςвызванная гамма-излучением -, προκληθείς από ακτινοβολία γ(γάμμα)ступенчатая - βαθμιαίος, κλιμακωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ионизация
-
71 ограничениe
ο περιορισμ/ός, ο φραγμόςналагать - я мат. θέτω - ούςснимать - я αφαιρώ/βγάζω τους - ούςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограничениe
-
72 формула
ο τύποςопытная - см. эмпирическая -рекуррентная - см. возвратная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > формула
-
73 элементарный
1. (начальный, касающийся только основ чего-л.) αρχικόςστοιχειώδης2. (нетрудный, несложный) απλός, εύκολος 3. (самый необходимый, основной) βασικός, κύριος 4. хим. στοιχειώδης 5. физ. απειροελάχιστος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элементарный
-
74 исходный
исхо́дн||ыйприл ἀρχικός:\исходныйое положение ἡ ἀρχική θέση· \исходный пункт, \исходныйая точка ἡ ἀφετηρία· \исходныйая позиция τό ξεκίνημα. -
75 начальный
начальн||ыйприл I. (находящийся в начале) ἀρχικός, πρώτος:\начальныйые главы романа τά πρῶτα κεφάλαια τοῦ μυθιστορήματος· \начальныйая буква τό ἀρχικό γράμμα· 2· (первоначальный) στοιχειώδης:\начальныйое образование ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευση· \начальныйая школа τό δημοτικό σχολείο. -
76 первичный
перви́чн||ыйприл ἀρχικός, πρωτοβάθμιος:\первичныйая партийная организация ἡ πρωτοβάθμια κομματική ὁργάνωση, ἡ ὁργάνωση βάσης· \первичныйые породы геол. τά πρωτογενή ἐδάφη. -
77 первоначальный
первоначальныйприл1. ἀρχικός:\первоначальныйая причина ἡ πρώτη (или ἡ ἀρχική) ἀΙτία· \первоначальныйое накопление ἡ πρωταρχική συσσώρευση[-ις]·2. (элементарный) στοιχειώδης. -
78 αρκτικός
-
79 αρχική
-
80 ἀρχικῇ
См. также в других словарях:
ἀρχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχικός — ή, ό (AM ἀρχικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στην αρχή, ο πρώτος αρχ. 1. ο ηγεμονικός, αυτός που ανήκει στον άρχοντα 2. ο κατάλληλος για να κυβερνά 3. ο φίλαρχος, ο αρχομανής 4. ο ανώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή ή < αρχός] … Dictionary of Greek
αρχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι ικανός ή θέλει να εξουσιάζει, να άρχει, ο δεσποτικός: Ήταν τύπος αρχικός. 2. αυτός που βρίσκεται (χρονικά ή τοπικά) στην αρχή: Αρχικό γράμμα μιας λέξης είναι αυτό με το οποίο αυτή αρχίζει. – Αρχική έκδοση ενός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχικά — ἀρχικός of neut nom/voc/acc pl ἀρχικά̱ , ἀρχικός of fem nom/voc/acc dual ἀρχικά̱ , ἀρχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικώτερον — ἀρχικός of adverbial comp ἀρχικός of masc acc comp sg ἀρχικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικωτάτων — ἀρχικός of fem gen superl pl ἀρχικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικωτέραις — ἀρχικός of fem dat comp pl ἀρχικωτέρᾱͅς , ἀρχικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικωτέρων — ἀρχικός of fem gen comp pl ἀρχικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικῶν — ἀρχικός of fem gen pl ἀρχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικόν — ἀρχικός of masc acc sg ἀρχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχικώτατα — ἀρχικός of adverbial superl ἀρχικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)