-
1 ἀρχέτυπος
ἀρχέ-τῠπος, ον,A first-moulded as a pattern or model, archetypal, σφραγίς, παράδειγμα, Ph.1.5, al.: [comp] Comp.- ώτερος Plot.6.8.14
; exemplary, ideal,μαῖα Sor.1.4
.2 Astrol., ἀ. κλῆρος, = κλῆρος τύχης, Serapioin Cat.Cod.Astr. 8(4).226, Vett. Val.67.3.II ἀρχέτυπον, τό, archetype, pattern, model, opp. ἀπόγραφον, D.H.Is.11, cf. APl.4.204 ([Simon]), Cic. Att.16.3.1; Philos., Plot.5.1.4, Procl.in R.2.296 K.; figure on a seal, Luc.Alex.21; ἀ. Διδοῦς a portrait of Dido as she really was, APl.4.151;δαίδαλον ἀ. IG14.1188
; of the nominative case, Stoic. 2.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχέτυπος
См. также в других словарях:
ζωοτύπος — ζῳοτύπος, ον (Α) 1. αυτός που πλάθει, που απεικονίζει έμψυχα όντα κατ απομίμηση τής φύσεως, αυτός που δημιουργεί εικόνες ζώων (για γλύπτη) 2. (για ποιητή) αυτός που περιγράφει κάτι ζωηρά και πιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1. από ζω(ο) (ΙΙ)*, ενώ με… … Dictionary of Greek
θεότυπος — θεότυπος, ον (AM) ο όμοιος με τον θεό, ο φτιαγμένος κατ εικόνα τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τυπος (< τύπος), πρβλ. αρχέ τυπος, πρωτό τυπος] … Dictionary of Greek
κακέκτυπος — η, ο 1. αυτός που παρουσιάζει σφάλματα και ελλείψεις κατά την εκτύπωση, ο κακοτυπωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κακέκτυπα τα γραμματόσημα που εμφανίζουν ελαττωματική εμφάνιση και ουσιώδεις παραλλαγές από τον κανονικό τύπο στο χρώμα, στη… … Dictionary of Greek