-
1 αρτοποιός
-
2 ἀρτοποιός
-
3 αρτοποιος
-
4 αρτοποιός
ο пекарь -
5 αρτοποιός
I.οBrotbackautomat mII.ο επίσ.Bäcker m -
6 ἀρτοποιός
ἀρτο-ποιός, ὁ,A bread-maker, baker, X.Cyr.5.5.39, J.AJ15.9.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτοποιός
-
7 ἀρτοποιός
-
8 ἀρτο-κόπος
ἀρτο-κόπος, Brot backend, Bäcker, Her. 9, 82; Bäckerin, 1, 51; Plat. Gorg. 518 b; Phryn. verwirft die Form statt ἀρτοπόπος od. ἀρτοποιός, vgl. aber Poll. 7, 21. Bei Xen. An. 4, 4, 21 stehen ἀρτοκόποι u. οἰνοχόοι zusammen, wo man an Vorschneider denken könnte. Vgl. aber Xen. Hell. 7, 1, 26. S. auch Inscr. 1018.
-
9 αρτοποιοίς
ἀρτοποιέωmake into bread: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ἀρτοποιόςbread-maker: masc dat pl -
10 ἀρτοποιοῖς
ἀρτοποιέωmake into bread: pres opt act 2nd sg (attic epic doric)ἀρτοποιόςbread-maker: masc dat pl -
11 αρτοποιού
ἀ̱ρτοποιοῦ, ἀρτοποιέωmake into bread: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀρτοποιέωmake into bread: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἀρτοποιέωmake into bread: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀρτοποιόςbread-maker: masc gen sg -
12 ἀρτοποιοῦ
ἀ̱ρτοποιοῦ, ἀρτοποιέωmake into bread: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀρτοποιέωmake into bread: pres imperat mp 2nd sg (attic)ἀρτοποιέωmake into bread: imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)ἀρτοποιόςbread-maker: masc gen sg -
13 αρτοποιοί
-
14 ἀρτοποιοί
-
15 αρτοποιούς
-
16 ἀρτοποιούς
-
17 αρτοποιώ
-
18 ἀρτοποιῷ
-
19 αρτοποιών
ἀρτοποιέωmake into bread: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀρτοποιόςbread-maker: masc gen pl -
20 ἀρτοποιῶν
ἀρτοποιέωmake into bread: pres part act masc nom sg (attic epic doric)ἀρτοποιόςbread-maker: masc gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀρτοποιός — bread maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτοποιός — ο (Α αρτοποιός) αυτός που κατασκευάζει άρτο, ο ψωμάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + ποιός < ποιώ] … Dictionary of Greek
αρτοποιός — ο ψωμάς, φούρναρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρτοποιοί — ἀρτοποιός bread maker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοποιούς — ἀρτοποιός bread maker masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοποιῷ — ἀρτοποιός bread maker masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτοποιόν — ἀρτοποιός bread maker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… … Dictionary of Greek
αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… … Dictionary of Greek