-
1 αρσενικος
-
2 αρσενικός
η, ό[ν] 1.1) мужской;κάνει όλο αρσενικά παιδιά — у него всё мальчики рождаются;
2) грам, мужского рода;§ αρσενικό κλειδί — ключ с бородкой;
2. (ο) самец -
3 αρσενικός
[арсэникос] επ мужской, мужественный. -
4 αρρενικος
См. также в других словарях:
αρσενικός — αρσενικός, ή, ό και σερνικός, ή, ό ο άρρενας: Έχει δύο αρσενικά παιδιά και ένα θηλυκό· (γραμμ.), αρσενικό, το ένα από τα τρία γραμματικά γένη στα οποία ανήκουν τα λεγόμενα πτωτικά, ανεξάρτητα από το φυσικό τους γένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρσενικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρσενικός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος (Χασιά Αττικής 1790 – Καπανδρίτι 1825). Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Μετείχε σε πολλές συμπλοκές έξω από την Αθήνα, σε μία από τις οποίες σκοτώθηκε. 2. Θωμάς. Ήταν γιος του προηγούμενου. Στάλθηκε… … Dictionary of Greek
ἀρσενικαῖς — ἀρσενικός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικαί — ἀρσενικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικοί — ἀρσενικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικούς — ἀρσενικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικῆς — ἀρσενικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικῇ — ἀρσενικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενική — ἀρσενικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρσενικήν — ἀρσενικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)