Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀρρώστημα

См. также в других словарях:

  • αρρώστημα — ἀρρώστημα, το (AM) [αρρωστώ] 1. η ασθένεια, η αρρώστια 2. η ηθική αδυναμία, το ελάττωμα …   Dictionary of Greek

  • ἀρρώστημα — illness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀρρώστημα — ἀρρώστημα , ἀρρώστημα illness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστημάτων — ἀρρώστημα illness neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστήμασι — ἀρρώστημα illness neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστήμασιν — ἀρρώστημα illness neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστήματα — ἀρρώστημα illness neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστήματι — ἀρρώστημα illness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστήματος — ἀρρώστημα illness neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρρωστήματ' — ἀρρωστήματα , ἀρρώστημα illness neut nom/voc/acc pl ἀρρωστήματι , ἀρρώστημα illness neut dat sg ἀρρωστήματε , ἀρρώστημα illness neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίθα — (Α) [κριθή] (κατά τον Ησύχ.) «κρίθινον, και ἵππου ἀρρώστημα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»