Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀρκαδίας

См. также в других словарях:

  • Ἀρκαδίας — Ἀρκαδίᾱς , Ἀρκαδία Arcadia fem acc pl Ἀρκαδίᾱς , Ἀρκαδία Arcadia fem gen sg (attic doric aeolic) Ἀρκαδίᾱς , Ἀρκαδίη fem acc pl Ἀρκαδίᾱς , Ἀρκαδίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γορτύνης και Αρκαδίας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τις Μοίρες Ηρακλείου. Υπάγεται στην ημιαυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης με εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Περιλαμβάνει 102 ενοριακούς ναούς, στους οποίους υπηρετούν 119 κληρικοί. Για την πλέον… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λυκόσουρας (Αρκαδίας) — Το μουσείο της Λυκόσουρας χτίστηκε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, για να φιλοξενήσει τα κινητά ευρήματα από το ιερό της Δέσποινας, που ανασκάφηκε κοντά στην ομώνυμη αρχαία πόλη. Η Δέσποινα, κόρη της Δήμητρας και του Ποσειδώνα, ήταν θεότητα που… …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …   Dictionary of Greek

  • Νιοχώρι — Ονομασία 50 οικισμών (πολλοί από αυτούς αναφέρονται και ως Νεοχώρι). 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη …   Dictionary of Greek

  • Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Παναρκαδικό Τρίπολης — Το Παναρκαδικό Μουσείο της Τρίπολης ιδρύθηκε το 1986. Στεγάζεται στο διώροφο νεοκλασικό κτίριο του παλαιού παναρκαδικού νοσοκομείου «Η Ευαγγελίστρια», έργο του Ερνέστου Τσίλερ. Τα εκθέματα του μουσείου δίνουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για την… …   Dictionary of Greek

  • μεθύδριον — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας. Σύμφωνα με την παράδοση, είχε ιδρυθεί από τον Ορχομενό, γιο του Λυκάονα. Βρισκόταν ανάμεσα στη Μεγαλόπολη και τη Μαντίνεια, στον δρόμο που ξεκινούσε από την Ολυμπία με κατεύθυνση τον Ορχομενό. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»