-
141 σκότος
σκότος (τό: but cf. Barrett on Eur., Hipp. 192.) = σκότος infra. ταύταν (sc. ? κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν ( σκότῳ coni. Schneidewin) fr. 42. 6. κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 3.------------------------------------σκότος (ὁ.)1 darkness ἔνθεν τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον βληχροὶ δνοφερᾶς νυκτὸς ποταμοὶ sc. in the underworld fr. 130 ad Θρ. 7. met., τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν; O. 1.83γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.40
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.
См. также в других словарях:
Ἀρετᾶν — Ἀρέτας masc gen pl (doric aeolic) Ἀρετή fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρετᾶν — ἀρετάω thrive pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀρετάω thrive pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀρετᾶ̱ν , ἀρετάω thrive pres inf act (epic doric) ἀρετάω thrive pres inf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετάν — Ἀρετά̱ν , Ἀρετή fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρετάν — ἀρετά̱ν , ἀρετή goodness fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρέταν — Ἀρέτᾱν , Ἀρέτας masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέταν — ἀ̱ρέτᾱν , ἀρετάω thrive imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ρέτᾱν , ἀρετάω thrive imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀρέτᾱν , ἀρετάω thrive imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀρέτᾱν , ἀρετάω thrive imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη … Deutsch Wikipedia
κατελέγχω — (Α) 1. αποδεικνύω κάτι ως ψεύτικο, διαψεύδω («σὲ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος» η μορφή σου να μη διαψεύδει καθόλου τον εσωτερικό σου κόσμο, Ησίοδ.) 2. ατιμάζω, καταισχύνω («ἀνδρὼν δ ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγ χει», Πίνδ.) 3. προδίδω, φανερώνω… … Dictionary of Greek
μαίομαι — μαίομαι, αιολ. τ. και μάομαι (Α) 1. αναζητώ, ερευνώ («ἥ τ ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται», Νικ.) 2. επιδιώκω, επιζητώ, επιθυμώ («μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῑν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μαίομαι πιθ. < *μασ jο μαι, με … Dictionary of Greek