-
1 αργιλώδης
ἀργῑλώδης, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀργῑλώδης, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀργῑλώδης, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem nom sgἀργιλώδηςclayey: masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem nom sg -
2 ἀργιλώδης
ἀργῑλώδης, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀργῑλώδης, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀργῑλώδης, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem nom sgἀργιλώδηςclayey: masc /fem acc pl (attic epic doric)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem nom sg -
3 αργιλωδης
-
4 αργιλώδης
ης, ες глинистый -
5 αργιλώδης
argileux -
6 αργιλώδης
gliniasty przym. -
7 αργιλώδης
hlinitý -
8 αργιλώδης
argillaceousΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αργιλώδης
-
9 αργιλώδει
ἀργῑλώδει, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀργῑλώδει, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem /neut dat sgἀργῑλώδεϊ, ἀργιλλώδηςclayey: dat sg (epic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem /neut dat sgἀργιλώδεϊ, ἀργιλώδηςclayey: dat sg (epic) -
10 ἀργιλώδει
ἀργῑλώδει, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀργῑλώδει, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem /neut dat sgἀργῑλώδεϊ, ἀργιλλώδηςclayey: dat sg (epic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem /neut dat sgἀργιλώδεϊ, ἀργιλώδηςclayey: dat sg (epic) -
11 αργιλώδη
ἀργῑλώδη, ἀργιλλώδηςclayey: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀργῑλώδη, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀργῑλώδη, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem acc sg (attic epic doric)ἀργιλώδηςclayey: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
12 ἀργιλώδη
ἀργῑλώδη, ἀργιλλώδηςclayey: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀργῑλώδη, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀργῑλώδη, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem acc sg (attic epic doric)ἀργιλώδηςclayey: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
13 αργιλώδες
ἀργῑλῶδες, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem voc sgἀργῑλῶδες, ἀργιλλώδηςclayey: neut nom /voc /acc sgἀργιλώδηςclayey: masc /fem voc sgἀργιλώδηςclayey: neut nom /voc /acc sg -
14 ἀργιλῶδες
ἀργῑλῶδες, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem voc sgἀργῑλῶδες, ἀργιλλώδηςclayey: neut nom /voc /acc sgἀργιλώδηςclayey: masc /fem voc sgἀργιλώδηςclayey: neut nom /voc /acc sg -
15 αργιλώδεα
ἀργῑλώδεα, ἀργιλλώδηςclayey: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀργῑλώδεα, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem acc sg (epic ionic)ἀργιλώδηςclayey: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem acc sg (epic ionic) -
16 ἀργιλώδεα
ἀργῑλώδεα, ἀργιλλώδηςclayey: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀργῑλώδεα, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem acc sg (epic ionic)ἀργιλώδηςclayey: neut nom /voc /acc pl (epic ionic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem acc sg (epic ionic) -
17 αργιλώδεις
ἀργῑλώδεις, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem acc plἀργῑλώδεις, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem nom /voc pl (attic epic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem acc plἀργιλώδηςclayey: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
18 ἀργιλώδεις
ἀργῑλώδεις, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem acc plἀργῑλώδεις, ἀργιλλώδηςclayey: masc /fem nom /voc pl (attic epic)ἀργιλώδηςclayey: masc /fem acc plἀργιλώδηςclayey: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
19 ἀργιλλ-ώδης
-
20 αργιλωδεστέρην
ἀργῑλωδεστέρην, ἀργιλλώδηςclayey: fem acc comp sg (epic ionic)ἀργιλώδηςclayey: fem acc comp sg (epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀργιλώδης — ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom sg ἀργιλώδης clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀργιλώδης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργιλώδης — (Α ἀργιλώδης κ. ἀργιλλώδης, ες) [άργιλος και άργιλλος] αυτός που μοιάζει ή περιέχει ή αποτελείται από άργιλο … Dictionary of Greek
ἀργιλώδει — ἀργῑλώδει , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀργῑλώδει , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut dat sg ἀργῑλώδεϊ , ἀργιλλώδης clayey dat sg (epic) ἀργιλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀργιλώδης… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλώδη — ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc sg (attic epic doric) ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλῶδες — ἀργῑλῶδες , ἀργιλλώδης clayey masc/fem voc sg ἀργῑλῶδες , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc sg ἀργιλώδης clayey masc/fem voc sg ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλώδεα — ἀργῑλώδεα , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀργῑλώδεα , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc sg (epic ionic) ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀργιλώδης clayey masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιλώδεις — ἀργῑλώδεις , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc pl ἀργῑλώδεις , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἀργιλώδης clayey masc/fem acc pl ἀργιλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
μαργώδης — ες αυτός που αποτελείται από μάργα, αυτός που μοιάζει με τη μάργα, ο αργιλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek
σκιόγαια — η, Ν αργιλώδης σιδηρούχα γη που χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + γαία] … Dictionary of Greek
υπάργιλος — ον, Α ο κάπως αργιλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄργιλος] … Dictionary of Greek