Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀργῑλώδης

См. также в других словарях:

  • ἀργιλώδης — ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀργῑλώδης , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom sg ἀργιλώδης clayey masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀργιλώδης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργιλώδης — (Α ἀργιλώδης κ. ἀργιλλώδης, ες) [άργιλος και άργιλλος] αυτός που μοιάζει ή περιέχει ή αποτελείται από άργιλο …   Dictionary of Greek

  • ἀργιλώδει — ἀργῑλώδει , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀργῑλώδει , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut dat sg ἀργῑλώδεϊ , ἀργιλλώδης clayey dat sg (epic) ἀργιλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀργιλώδης… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδη — ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀργῑλώδη , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc sg (attic epic doric) ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλῶδες — ἀργῑλῶδες , ἀργιλλώδης clayey masc/fem voc sg ἀργῑλῶδες , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc sg ἀργιλώδης clayey masc/fem voc sg ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδεα — ἀργῑλώδεα , ἀργιλλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀργῑλώδεα , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc sg (epic ionic) ἀργιλώδης clayey neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀργιλώδης clayey masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀργιλώδεις — ἀργῑλώδεις , ἀργιλλώδης clayey masc/fem acc pl ἀργῑλώδεις , ἀργιλλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) ἀργιλώδης clayey masc/fem acc pl ἀργιλώδης clayey masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • μαργώδης — ες αυτός που αποτελείται από μάργα, αυτός που μοιάζει με τη μάργα, ο αργιλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • σκιόγαια — η, Ν αργιλώδης σιδηρούχα γη που χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + γαία] …   Dictionary of Greek

  • υπάργιλος — ον, Α ο κάπως αργιλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἄργιλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»