-
1 ἅπᾶς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅπᾶς
-
2 ἅπας
A sṃ-, cf. εἷς), strengthd. for πᾶς, quite all, the whole, and in pl.all together, freq. from Hom. downwds.; in all things,Hdt.
1.1;τοῖσι ἅπασι 91
; ;ἐφ' ἅπασι Ph.2.365
.2 with Adj., ἀργύρεος δὲ ἔστιν ἅ. all silver, i.e. of massive silver, Od.4.616, 15.116;ἅ. δὲ τραχὺς ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
;μικκός γα μᾶκος.. ἀλλ' ἅπαν κακόν Ar.Ach. 909
, cf. Theoc.15.19, 148; ἡ ἐναντία ἅπασα ὁδός the exactly contrary way, Pl.Prt. 317b.3 with abstract Subst., all possible, absolute,ἅπασ' ἀνάγκη Ar.Th. 171
;σπουδή D.H.6.23
;ἀτοπία Plb.39.1.7
;εἰς ἅπαν ἀφικέσθαι ἀνοίας Paus. 7.15.8
.4 sts. c. Art., Hdt.3.64,al., A.Pr. 483, Th.2.13.II after Hom. in sg., every one, neut. everything, Pl.Phd. 108b; οὐ πρὸς [ τοῦ] ἅπαντος ἀνδρός not in the power of every man, Hdt.7.153; ; in any cause whatever,Id.
OC 807;σῖγα νῦν ἅπας ἔχε σίγαν Cratin.144
; nihil non..,Ar.
Th. 528: with Subst., ἅπαντι λόγῳ in every matter, Cratin.231; τὸ ἅπαν, as Adv., altogether, Pl.Phdr. 241b; καθ' ἅπαν as a whole, Ti.Locr.96d;ἐς ἅπαν Th.5.103
; at all,Lib.
Or.18.266;πρὸς ἅπαν Ph.2.493
;ἐξ ἅπαντος Luc.Merc.Cond.41
. [ ᾰπᾰν Od.24.185, etc., Pi.P.2.49; but ᾰπᾱν Men.129, Metrod.57, Theoc.2.56, and [dialect] Att. acc. to Hdn.Gr.2.12; ᾰπᾰν in anap., Ar.Pl. 493: the use of ἅπας for πᾶς is chiefly for the sake of euphony after consonants.] -
3 κρατήρ
A mixing vessel, esp. bowl, in which wine was mixed with water, κ. ἀργύρεος, χρύσεος, Il.23.741, 219; [κ.] ἀργύρεος ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται Od.4.615
; , cf. 247; κρητῆρι δὲ οἶνον μίσγον ib. 269;κρητῆρα κερασσάμενος Od.7.179
, 13.50; , cf.Sapph.51, Alc. 45, S.OC 159 (lyr.), Ar.Ec. 841; κρατῆρα κεράσαι Orac. ap. D.21.53, cf. Th.6.32; (Sigeum, vi B.C.); πίνοντες κρητῆρας drinking bowls of wine, Il.8.232; κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον to set up a bowl of wine to be drunk in honour of the deliverance 6.528, cf. Od.2.431; κρητῆρα ἐπιστέψασθαι ποτοῖο, v. ἐπιστέφω; κρατῆρος μέρος μετασχεῖν A.Ch. 291;σπονδὴ τρίτου κρατῆρος S.Fr. 425
.2 metaph., κ. ἀοιδᾶν, of the messenger who bears an ode, Pi.O.6.91; κ. κακῶν, of a sycophant, Ar.Ach. 937 (lyr.);τοσόνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακων πλήσας.. ἐκπίνει A.Ag. 1397
; αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι, of civil war, D.H.7.44.3 a constellation, the Cup, Ptol.Tetr.27.
См. также в других словарях:
άπας — άπασα, άπαν (AM ἅπας ( ντος), ἅπασα, ἅπαν) όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί νεοελλ. φρ. 1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο 2. «εξ άπαντος» οπωσδήποτε, χωρίς άλλο 3. «στον αιώνα τον άπαντα»… … Dictionary of Greek
χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… … Dictionary of Greek