-
1 απας
ἅπᾱσα, ἅπαν, gen. ἅπαντος, ἁπάσης, ἅπαντος (ᾰπ)1) весь, целый; сплошнойἀργύρεος ἅ. Hom. — весь из серебра;
ταῦθ΄ ἅπαντα Aesch. — все это;ἅπαν γένοιτ΄ ἂν ἤδη Arph. — все может теперь случиться;εἰς ἅπαντα χρόνον Aesch. — навеки, вечно2) всякий, каждый(ἅ. ἀνήρ Her., Plat.; ἅ. τις Arph.)
3) всяческийἐξ ἅπαντος Soph., Plut., ἐς ἅπαν Thuc. и ἅπασι Her. — всячески, во всем;
ἐναντίος ἅ. Plat. — прямо противоположный;ἅπασ΄ ἀνάγκη Arph. — совершенно необходимо;ἅ. κίνδυνος Arph. — крайняя опасность
См. также в других словарях:
άπας — άπασα, άπαν (AM ἅπας ( ντος), ἅπασα, ἅπαν) όλος, ολόκληρος, όλος μαζί, πληθ. όλοι, όλοι μαζί νεοελλ. φρ. 1. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπαντα όλα τα έργα ενός συγγραφέα ως σύνολο 2. «εξ άπαντος» οπωσδήποτε, χωρίς άλλο 3. «στον αιώνα τον άπαντα»… … Dictionary of Greek
χείλος — ους, το / χεῖλος, είλους και είλεος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χῆλος και αιολ. τ. χέλλος Α 1. καθεμία από τις δύο σαρκώδεις πτυχές τού δέρματος που αποτελούν το περίγραμμα τής στοματικής σχισμής, το χείλι και αχείλι 2. μτφ. (για πράγμ.) το ακραίο τμήμα… … Dictionary of Greek