-
1 αργυραμοιβός
-
2 ἀργυραμοιβός
-
3 αργυραμοιβος
-
4 αργυραμοιβός
ο меняла -
5 ἀργυραμοιβός
ἀργῠρ-ᾰμοιβός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυραμοιβός
-
6 ἀργυραμοιβός
-
7 κολλυβιστής
κολλυβιστής, ὁ, Geldwechsler; Lys. bei Poll. 7, 33; N. T.; von Phryn. p. 440 verworfen, der ἀργυραμοιβός vorzieht, obwohl Menand. das Wort gebraucht hat.
-
8 λιτρο-σκόπος
λιτρο-σκόπος, ὁ, der Münzenbeschauer, von λίτρα, so sagt Soph. frg. 907 nach Phot. für ἀργυραμοιβός, Geldwechsler.
-
9 ἀργυρο-πράτης
ἀργυρο-πράτης, ὁ, B. A. p. 442, Erkl. von ἀργυραμοιβός.
-
10 αργυραμοιβού
-
11 ἀργυραμοιβοῦ
-
12 αργυραμοιβοί
-
13 ἀργυραμοιβοί
-
14 αργυραμοιβούς
-
15 ἀργυραμοιβούς
-
16 αργυραμοιβών
-
17 ἀργυραμοιβῶν
-
18 αργυραμοιβέ
-
19 ἀργυραμοιβέ
-
20 αργυραμοιβόν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀργυραμοιβός — money changer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργυραμοιβός — Εκείνος που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή ξένων νομισμάτων με το νόμισμα της χώρας του ή με την ανταλλαγή νομισμάτων διαφορετικών τόπων και κερδίζει από τη διαφορά που προκύπτει από τη σχετική πράξη. To επάγγελμα του α. είναι… … Dictionary of Greek
αργυραμοιβός — ο αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την ανταλλαγή νομισμάτων, ο σαράφης: Το επάγγελμα του αργυραμοιβού σήμερα έχει σβήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργυραμοιβοί — ἀργυραμοιβός money changer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυραμοιβοῦ — ἀργυραμοιβός money changer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυραμοιβούς — ἀργυραμοιβός money changer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυραμοιβέ — ἀργυραμοιβός money changer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυραμοιβῶν — ἀργυραμοιβός money changer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυραμοιβόν — ἀργυραμοιβός money changer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέτσαϊς ή Μέσαϊς, Κουέντιν — (Quentin Messys ή Metsys και Massys ή Matsys, Λουβέν περ. 1465 – Αμβέρσα 1530). Φλαμανδός ζωγράφος. Το 1491 εγκατέλειψε τον τόπο του για να εγκατασταθεί οριστικά στην Αμβέρσα, όπου ίδρυσε τη γνωστή ζωγραφική σχολή. Συνέχισε την παράδοση του 15ου… … Dictionary of Greek
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek