-
1 ἀπάλαιστος
ἀ-πάλαιστος, im Ringen ungeübt. Nicht im Ringen zu überwinden, unbezwinglich
См. также в других словарях:
απάλαιστος — ἀπάλαιστος, ον (Α) όποιος δεν είναι δυνατόν νά νικηθεί στην πάλη, ο ακατανίκητος … Dictionary of Greek
ἀπάλαιστος — not to be thrown in wrestling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)