-
1 αναλαμβανω
тж. med.1) брать(εἰς τὰς χεῖράς τι Polyb.)
σκεψώμεθα καθ΄ ἕκαστον ἀναλαμβάνοντες Plat. — возьмем и рассмотрим поодиночке;ἀναλήψεσθαι τὰ ὅπλα Plut. — взяться за оружие2) брать на руки, поднимать(τὸ παιδίον Her.)
3) надевать на себя(τὰ τόξα Her.; λευκέν ἐσθῆτα Plut.)
Ἀγαμέμνονος πρόσωπον ἀνειληφώς Luc. — надевший маску Агамемнона, т.е. играющий роль Агамемнона4) брать с собой(τοὺς ξυμμάχους Thuc.; ὅσον τριάκοντα Plut.)
ὑμὰς ἀναλαβὼν ἡγήσομαι Xen. — я возьму вас и поведу с собой5) принимать к себе или на себя(ὁπλίτας ἐπὴ τὰς ναῦς Thuc.; φιλοφρόνως τινά Plat.; ἐν ταῖς οἰκίαις τινά Aeschin.; τέν αἰτίαν τινός Polyb. - ср. 11; σχῆμά τι Plut., Luc.)
; брать на себяἀναλαβέσθαι κίνδυνον Her. — решиться на опасное дело;
τὸν πόλεμον ἀναλαβεῖν Dem. — начать войну;τέν ὑπατείαν ἀναλαβεῖν Plut. — принять консульство6) воспринимать, усваивать, приобретать(δόξαν Xen., Polyb.; τὰς ὀσμάς Arst.)
τὸ ὑγρὸν εἰς αὑτὸ ἀ. Arst. — вбирать в себя влагу;τέν γονέν ἀναλαβεῖν Plut. — принять в себя семя, зачать;ἥ οὐσία εἰς τὸ ταμιεῖον ἀναληφθεῖσα Plut. — конфискованное имущество (досл. взятое в казну);ἀ. εἰς μνήμην или τῇ μνήμῃ Plat. — удерживать в памяти, запоминать;λόγος ἀπολελειμμένος Plut. — заученная (наизусть) речь7) вновь начинать, повторять(πολλάκις Plat.)
δεῖ ἀναλαβέειν τὸν κατ΄ ἀρχὰς ἤϊα λέξων λόγον Her. — мне нужно вернуться к начатому мной рассказу8) перечислять, пересказывать9) снова брать, обратно получать или принимать, восстанавливать(ἀρχέν ἣν πρότερον ἐκέκτησθε Xen.; θυσίας καὴ πομπάς Plut.)
10) пробуждать, воскрешать(ἐπιστήμην ἐν αὑτῷ Plat.; τέν πόλιν ἐκ τῆς πρόσθεν ἀθυμίας Polyb.)
11) исправлять, заглаживать(πᾶσαν τέν αἰτίην Her.; τὰς ἁμαρτίας Soph.)
τὸ τρῶμα ἀνέλαβον Her. — они оправились от поражения;ἀνειληφότες τὰς κατασκευὰς μετὰ τὰ Μηδικά Thuc. — восстановившие свои хозяйства после Греко-Персидских войн12) дать прийти в себя, дать отдохнуть; подкреплять; подбадривать(τὰς δυνάμεις Polyb.; τὸν στρατόν Plut.)
13) приходить в себя, оправляться(ἐξ ἀρρωστίας μεγάλης Plut.)
ἀναλαβεῖν ἑαυτὸν ἀπό τινος Thuc. — оправиться от чего-л.;ἀναλαβὼν ἑμαυτὸν, ἀντεῖπον Isocr. — прийдя в себя, я ответил14) задерживать, останавливать(ἵππον Xen., Plat.; ἀφεθέντα λίθον Arst.)
τῇ μίτρᾳ ἀνειλημμένος τοὺς βοστρύχους Luc. — с кудрями, перехваченными повязкой15) склонять на свою сторону, располагать в свою пользу(τὸν ἀκροατήν Arst.; δῆμον ἑστιάσεσι Plut.)
-
2 αποκαλυψις
-
3 τηρεω
1) охранять, оберегать(πόλιν Pind.; τινα Arph.; τινα ἄσπιλον ἀπό τινος NT.)
τ. δώματα HH. — смотреть за домом;τὸ ἔξωθεν ἐτηρεῖτο Thuc. — наружная часть (стен) находилась под охраной;τήρει τὸ τοιόνδε, μή τις ἡμῖν αὐτὸ ὀνειδίσῃ Plat. — смотри, как бы нас кто-л. за это не упрекнул;τηρώμεσθ΄, ὅπως μέ αἰσθήσεται Arph. — поостережемся, как бы он (чего-л.) не заметил2) наблюдать, следить, выслеживать(τινα Arph.)
τ. τὰς ἁμαρτίας τινός Thuc. — выслеживать чьи-л. ошибки3) подстерегать, выжидать(νύκτα ἀσέληνον Dem.)
τηρήσας, μέσον κάρα κέντροισί μου καθίκετο Soph. — подстерегши, он ударил меня плетью посреди головы;τηρήσαντες τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου Thuc. — выждав благоприятного для переправы ветра;ἕως ὅ λεγόμενος καιρὸς ὑπ΄ αὐτοῦ ἐτηρήθη Lys. — пока он не дождался условленного момента4) соблюдать, выполнять(τὰ ἀπόρρητα Lys.; τὰς ἐντολάς NT.)
-
4 απολύτρωση
απολύτρωση ηизбавление, освобождение, спасение:Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > απολύτρωση
См. также в других словарях:
обращатисѧ — ОБРАЩА|ТИСѦ (104), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Поворачиваться: къто написаниѥмь наѹчивыи ѥже на въстокъ обращатисѧ на мл҃твѹ. (τὸ πρὸς ἀνατολὰς τετροφϑαι) КЕ XII, 205а; видѣвъ же патрикии бываѥмое. постави отрока о деснѹю себе. и пакы ѡбращашесѧ ѡбразъ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… … Dictionary of Greek
ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… … Dictionary of Greek
Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek
Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek