-
1 отказать
отказать 1-кажу, скажешьρ.σ.1. αρνούμαι• απορρίπτω•отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.
|| (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.
2. στερώ•природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•
отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.
|| δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.
3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.
4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•
глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•
голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).
εκφρ.не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.1. αρνούμαι•отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.
2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•
отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•
отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.
|| εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•
отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•
отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•
отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.
3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).εκφρ.не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.отказать 2-ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ. -
2 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
3 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. -
4 измерить
измерить 1ρ.σ.μ.1. μετρώ, καταμετρώ•измерить температуру тела μετρώ τη θερμοκρασία του σώματος•
измерить длину μετρώ το μήκος.- глубину чувства (μτφ.) μετρώ το βάθος του αισθήματος.
2. μτφ. γυρίζω πολλά μέρη, περιέρχομαι, περιοδεύω.εκφρ.измерить взглядом (ή глазами, взором) – κοιτάζω από πάνω ως κάτω, από το κεφάλι ως τα πόδια.измерить 2ρ.δ.βλ. измерить.μετριέμαι. -
5 поддать
ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.εκφρ.поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•
не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•
его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•
не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•
поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.
-
6 болеть
болеть 1-ею, -еешь, ρ.δ.1. ασθενώ, νοσώ, είμαι άρρωστος•он давно -ет αυτός είναι από καιρό άρρωστος•
она -ет тифом αυτή είναι άρρωστη από τύφο.
2. παλ. λυπούμαι, συμπονώ•болеть о нищих и убогих λυπούμαι τους φτωχούς και τους ανάπηρους.
εκφρ.болеть душой ή сердцем – βλ. 2 σημ.болеть 2-ит, ρ.δ.(για μέλος του σώματος) πονώ•нога -ит το πόδι πονά•
зубы -ят τα δόντια πονούν.
εκφρ.душа ή сердце -ит – η ψυχή, η καρδιά πονά (λυπούμαι, θλίβομαι). -
7 дёргать
ρ.δ.1. τραβώ κουνώντας•он -ал его за рукав αυτός τον τράβηξε από το μανίκι.
2. πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. || τρεμουλιάζω, τρέμω•его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος.
|| κινώ απότομα μέλος του σώματος•дёргать бровью ανεβοκατεβάζω τα φρύδια.
3. μτφ. ενοχλώ, εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα.4. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας•дёргать зуб βγάζω το δόντι•
дёргать лн βγάζω το λινάρι.
5. αμ. ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή.εκφρ.носом – εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. || ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι. || κινούμαι απότομα•у него -лась бровь του κουνιούνταν το φρύδι.
-
8 набить
-бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•
чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•
набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.
2. μπήγω, χτυπώ•набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•
набить сваи μπήγω πασσάλους.
3. βάζω, περνώ χτυπώντας•набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.
4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•
набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•
пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.
5. πατώ, κάνω συνεκτικό•путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.
6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.
|| ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.
8. σπάζω (πολλά)•набить посуды σπάζω πολλά σκεύη (ή πιατικά).
9. παρασύρω, ρίχνω•набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.
10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώεκφρ.набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•набить себе цену – επιδείχνομαι•набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.
-
9 отмёрзнуть
-нет, παρλθ. χρ. отмрз-ла, -лоρ.σ.1. παγώνω, καταστρέφομαι από τον πάγο•2. (για μέλη του σώματος) μουδιάζω από το κρύο•пальцы -ли τα δάχτυλα πάγωσαν.
-
10 сократить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сокращнный, -щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. συντομεύω, βραχύνω, κονταίνω• περικόπτω, κόβω•сократить путь συντομεύω το δρόμο•
сократить статью περικόπτω το άρθρο.
|| σχηματίζω αρκτικόλεξα, ή συντετμημένα ή βραχυγραφίες λέξεων ή σύνθετες συντομογραφίες.2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω•сократить расходы περιορίζω τα έξοδα•
сократить армжю μειώνω την αρι,θμητική δύναμη του στρατού.
3. απολύω από τη δουλειά (λόγω περιορισμού εργατικής δύναμης ή προσωπικού).4. (απλ.) χαλιναγωγώ, περιορίζω, δεσμεύω, συγκρατώ.5. (μαθ.) απλοποιώ.1. συντομεύομαι, βραχύνομαι, κονταίνω, μικραίνω•расстояние -лось η απόσταση μίκραινε•
дни -лись οι μέρες μίκραιναν.
2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.3. συστέλομαι, μαζεύω (για υφάσματα, όργανα του σώματος).4. (μαθ.) απλοποιούμαι. -
11 спина
-ы, αιτ. спину, πλθ. спины θ. Η ράχη του σώματος, τα νώτα, η πλάτη•согнуть спинау λυγίζω τη ράχη•
взвалить ношу в -у ρίχνω το φορτίο στη ράχη.
εκφρ.за -ой остаться – μένω πίσω (υστερώ)•за -ой у кого делать – κάνω κάτι πίσω•сото – τις πλάτες κάποιου (κρυφά από κάποιον)•не разгибая спинаы работать – εργάζομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι•на собственной -е испытывать – δοκιμάζω στην καμπούρα μου, στο τομάρι μου•повернуть спинау к кому-чему ή повернуться -ой к кому-чему – γυρίζω τις πλάτες (τα νώτα) σε κάποιον, σε κάτι• δε δίνω προσοχή, σημασία•прятаться за чью -у – αποφεύγω προφασιζόμενος•жить (сидеть, быть) за чьей -ой – έχω τη βοήθεια ή προστασία κάποιου•выезжать ή ездить на чьей -е – χρησιμοποιώ κάποιον για επιτυχία του σκοπού μου•нож в -у кому – πισόπλατο χτύπημα σε κάποιον. -
12 вывернутый
επ. από μτχ.διαστρεβλωμένος, διάστροφος, στραβωμένος, στραβός (για μέλος του σώματος). -
13 наломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наломанный, βρ: -ман -а, -о.1. (με σημ. ποσοτική) βλ. ломать. || φτιάχνω σπάζοντας. || καταστρέφω, σπάζω. || εξορύσσω σπάζοντας• — мрамор βγάζω μάρμαρο.2. (απλ.) κουράζω μέλος του σώματος.εκφρ.наломать дров – (απλ.) κάνω ανοησίες, λάθη.1. κουράζομαι από την πολλή δουλειά κόβομαι, τσακίζομαι.2. κοροϊδεύω, εμπαίζω, περιγελώ πολύ. -
14 подмыть
ρ.σ.μ.1. πλύνω (κυρίως για μέλη του σώματος).2. πλύνω στα γρήγορα•подмыть пол πλύνω στα γρήγορα το πάτωμα.
3. πλύνω από τα κάτω. || τρώγω, φθείρω, διαβιβρώσκω.πλύνομαι. -
15 разболеться
ρ.σ. αρρωσταίνω, ασθενώ, νοσώ•я совсем -лся αρρώστησα βαριά.
-йтсяρ.σ.πονά (για μέλος του σώματος)•от слез голова -лась από τα δάκρυα μου πόνεσε το κεφάλι•
у брата -лись зубы τον αδερφό μου τον πόνεσαν τα δόντια.
-
16 сберегательный
επ. (απο)ταμιευτικός•-ая касса το ταμιευτήριο•
-ая книжка βιβλιάριο ταμιευτηρίου.
εκφρ.- ое лечение – θεραπεία για διατήρηση μέλους του σώματος. -
17 щель
-и, προθτ. о -и, в -и, πλθ. щели-ей θ. χαραμάδα, σχισμάδα• ρωγμή, ραγάδα. || διάκενο μεταξύ οργάνων του σώματος. || οπή, τρύπα• μάτι (σε μηχανή, μηχανισμό).(στρατ.) όρυγμα (για κάλυψη από τα βλήματα).εκφρ.голосовал щель – γλωτίδα, επιγλωττίδα. -
18 высота
1. (расстояние по вертикали) το ύψοςабсолютная - (над уровнем моря) απόλυτο/πραγματικό - (πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας)критическая ав. - κρίσιμο -, τελικό -- надводного борта (судна) - εξάλων, εφεδρικό -- неровностей профиля по десяти точкам (шероховатость поверхности) - των δέκα σημείων (τραχύτητας της επιφάνειας)пьезометрическая - πιεζο-μετρικό -, υδροστατικό -2. (звука) το ύψος (συχνότητα) του ήχου 3. (вертикальный рамер балки, сосуда и т.п.) το ύψοςмаксимальная - μέγιστο -, ανώτερο -4. (возвышенность) το ύψωμαο λόφος5. астр. το ύψοςисправленная - (нвг.) διορθωμένο -истинная - αληθές (του εξάντα) -, πραγματικό -- μεσημβρινού, το μεσημβρινό έξαρμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > высота
-
19 длина
το μήκ/οςв - у στο -, σε -- вылета (напр. струи воды) βεληνεκές -, η ακτίνα-камеры сгорания (ркт.) - του θαλάμου καύσηςразрывная - θραύσης, το μέγιστο μήκος αναρτημένου σύρματοςίνας κ.λπ. στο οποίο το σύρμα δεν κόβεται κάτω από το ίδιο βάρος- судна полная ολικό/μέγιστο - του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > длина
-
20 лучевой
επ.ακτινικός, των ακτίνων•-ая энергия ακτινεργία•
-ая скорость η ταχύτητα των ακτίνων.
εκφρ.- ая болезнь – πάθηση από ακτινοβολία ραδιενεργού σώματος•- ая кость – κερκίδα (κόκκαλο του χεριού).
См. также в других словарях:
Μπέργκμαν, κανόνας του- — Η εξάρτηση του μεγέθους των ομοιόθερμων ζώων από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος στο οποίο ζουν. Σύμφωνα με τον κανόνα αυτό, τα ομοιόθερμα ζώα των βορειότερων, άρα και πιο ψυχρών περιοχών είναι γενικά πιο μεγαλόσωμα από τα ζώα του ίδιου είδους… … Dictionary of Greek
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek
Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα … Dictionary of Greek
Μάρτυρες του Ιεχωβά — (Jehovah’s Witnesses). Αμερικανική προτεσταντική αίρεση. Ιδρύθηκε το 1872 στο Πίτσμπουργκ από τον κληρικό Τσαρλς Τέιζ Ράσελ. Πριν αποκτήσουν τη σημερινή τους ονομασία (έως το 1931) τα μέλη της ονομάζονταν ρωσελίτες, χιλιαστές ή σπουδαστές της… … Dictionary of Greek
γαβιάλης του Γάγγη — (gavialis gangeticus). Κροκοδειλοειδές της οικογένειας των γαβιαλιδών. Το μήκος του σώματος των αρσενικών μπορεί να περάσει τα 7 μ. Ο τράχηλος και η ράχη του σκεπάζονται με πλατιές φολίδες, που ενισχύονται από κάτω με οστέινες πλάκες δερμικής… … Dictionary of Greek
Μπίργκερ, νόσος του- — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που αναγνώρισε και περιέγραψε ο Λέο Μπίργκερ (1879 1943). Ονομάζεται επίσης αποφρακτική θρομβαγγειίτιδα και αυτός ο όρος δείχνει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα ανατομο παθολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της νόσου, που… … Dictionary of Greek
Ράμφορντ, σερ Μπέντζαμιν Τόμπσον, κόμης του- — (Rumford, Νορθ Ουόουμπερν, Μασαχουσέτη 1753 – Παρίσι 1814). Άγγλος φυσικός και στρατιωτικός. Μόλις δεκαεννέα ετών, παντρεύτηκε μια πλούσια χήρα και συνδέθηκε με τους αριστοκρατικούς κύκλους που ήταν εχθρικοί στην κίνηση για την αμερικανική… … Dictionary of Greek
Μαν, νησί του- — Νησί, αυτοδιοικούμενη κτήση του Βρετανικού Στέμματος, στην Ιρλανδική θάλασσα. Βρίσκεται περίπου στο μέσον της απόστασης μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Αγγλίας. Περιλαμβάνει επίσης τη νησίδα Καφ οφ Μαν, στη νοτιοδυτική ακτή.Η πρωτεύουσα του ν.τ.Μ.… … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
χωρίζω — ΝΜΑ 1. θέτω χωριστά, απομακρύνω κάποιον ή κάτι από άλλους ή άλλα (α. «χώρισα τα παιδιά για να μην τσακώνονται» β. «χωρίζουσι δ ἀλλήλων λόγους», Ευρ.) 2. διασπώ κάτι το ενιαίο, διαιρώ (α. «δεν μπορείς να χωρίσεις το σώμα από την ψυχή» β. «χώρισε… … Dictionary of Greek
κάθαρση — η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) [καθαίρω] 1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῑσι Λυδοῑσι καὶ τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.) 2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου… … Dictionary of Greek