-
1 κρατιστος
(ᾰ), эп. κάρτιστος 31) чрезвычайно сильный, сильнейшийκ. πετεηνῶν Hom. — (орел), сильнейшее из пернатых;
κ. Ἑλλήνων Soph. = Ἀχιλλεύς;κ. θεῶν Pind. = Ζεύς;καρτίστη μάχη Hom. — жесточайшая битва;δεσμὸς κ. Plat. — крепчайшая связь2) (наи)лучшийκ. τέν ψυχήν Thuc. — лучший по душевным качествам;
οἱ κράτιστοι Xen. — знатнейшие из граждан;τὰ κράτιστα τῆς χώρας Xen. — лучшая часть страны;δυνάμεως τὸ κράτιστον Xen. — лучшая часть, цвет армии;διαβάλλειν τε καὴ ἀπολύσασθαι διαβολὰς κ. Plat. — весьма искусный как в клевете, так и в опровержении клеветы;φυγέειν κάρτιστον ἀπ΄ αὐτῆς Hom. — от нее (Скиллы) лучше всего бежать;ἀπὸ τοῦ κρατίστου Polyb. — самым серьезным образом - см. тж. κράτιστα
См. также в других словарях:
κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… … Dictionary of Greek
Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… … Dictionary of Greek