Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀπὸ+μαντείας

  • 1 αναιρεω

        (aor. 2 ἀνεῖλον, pf. ἀνῄρηκα)
        1) поднимать
        2) преимущ. med. ( о павших на поле битвы) подбирать, уносить для погребения (sc. νεκρούς Her., Arph., Xen., Plat.; τὰ ὀστᾶ Thuc.; ἀ. καὴ θἀπτειν Dem.)
        3) получать в награду
        

    (ἀέθλια Hom.)

        4) преимущ. med. побеждать, выигрывать
        

    (ἀγῶνας, Ὀλυμπιάδα или Ὀλύμπια τεθρίππῳ Her.)

        νίκην ἀνελέσθαι Her., Plut.одержать победу

        5) med. брать, принимать
        ἀνείλετο ἔγχος Hom. — он вооружился копьем;
        ἀναιρέεσθαι σῖτα Her. — добывать продовольствие;
        ἀναιρεῖσθαι κλῆρος Plat. — вынимать жребий;
        τὰ δικτύα ἀναιρεῖσθαι Arst. — тянуть невод;
        ποινέν ἀνελέσθαι τῆς ψυχῆς τινος Her.взять выкуп за убийство кого-л.;
        ἀνελέσθαι γνώμην Her. — усвоить мнение;
        ἔχθρας ἀναιρεῖσθαι Plat. — начать враждовать;
        ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι Hom.взяться за ум

        6) med. предпринимать
        

    (πόνους ὑπέρ τινος, πόλεμον Her. - ср. 13; ἔργον Plat.; πρᾶξιν Plut.)

        7) подхватывать, уносить
        

    (τινα и τι Hom., Plat.)

        8) med. становиться беременной, зачать
        

    (τινα Her.)

        9) преимущ. med. ( о символическом обряде признания своего отцовства) поднимать, брать на руки (sc. παῖδα Isocr., Plut.), тж. усыновлять Arph.
        10) снимать, убирать (sc. τὰς σκηνάς Xen.)
        11) разрушать, уничтожать
        

    (πύργους Xen.; πόλεις Dem.)

        ἀ. τινας θανάτοις Plat.умерщвлять кого-л.

        12) убивать, истреблять
        

    (πολλούς Aesch., Her.; τὸ Φωκέων ἔθνος ἀνῃρημένον Dem.)

        φαρμάκοις ἀνελεῖν Plut.отравить

        13) прекращать
        

    (πόλεμον Polyb. - ср. 6; νεῖκος Theocr.)

        ἀνελεῖν ἐκ μέσου τι Dem.положить конец чему-л.;
        ἀνελεῖν τέν παρακαταθήκην Plat.изъять (свой) денежный вклад

        14) свергать, сокрушать
        15) тж. med. расторгать
        

    (συνθήκας Isocr.; διαθήκας Isae.; συμμαχίαν Polyb.)

        16) упразднять, отменять

    (νόμους Aeschin.): (μόρια)

    , ὧν ἀναιρουμένων ἀναιρεῖται καὴ τὸ ὅλον Arst. части, с устранением которых устраняется и целое
        17) med. брать назад
        

    (γραφήν Dem.)

        18) возражать, опровергать
        19) (воз)вещать, изрекать
        

    (χρηστήριον Her.; μαντείας Dem.)

        Πλάτων ἀναιρεῖ, ὅτι οὔκ ἐστιν ἡδονέ τἀγαθόν Arst. — Платон утверждает, что наслаждение не есть благо;
        ἀνεῖλεν ἥ Πυθία Her., Plat. — Пифия изрекла;
        ἀνελεῖν τινι ποιεῖν τι Thuc., Xen. (о божестве) повелеть кому-л. сделать что-л.;
        ἐν ταῖς μαντείαις ἀνῃρημένον Dem. — возвещенное в оракулах;
        ἀ. τι περί τινος Plat.предписать (в оракуле) что-л. относительно чего-л.;
        οὓς ἂν ὅ θεὸς ἀνέλῃ Plat. — те, кого укажет божество

    Древнегреческо-русский словарь > αναιρεω

См. также в других словарях:

  • σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …   Dictionary of Greek

  • Χετταίοι ή Χιττίτες — Αρχαίος λαός που μιλούσε μια γλώσσα με ινδοευρωπαϊκή δομή και δημιούργησε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μικρά Ασία έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής. Εθνικά συγγενείς με τους Ουρίτες οι X. εμφανίστηκαν ξαφνικά στην… …   Dictionary of Greek

  • κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά …   Dictionary of Greek

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

  • υδρομαντεία — Η πρόβλεψη του μέλλοντος, από την εξέταση των κυματισμών, της διαφάνειας και του χρώματος του νερού. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό και αρχαιοδίφη Ουάρωα, οι Έλληνες παρέλαβαν την υ. από τους Πέρσες, την εποχή της εκστρατείας του Ξέρξη στην… …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • Κλειώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… …   Dictionary of Greek

  • καπνομαντεία — Μορφή μαντείας κατά την αρχαιότητα. Βασιζόταν στη δοξασία ότι η ταχύτητα με την οποία ανυψώνεται ο καπνός των σφαγίων της θυσίας, το χρώμα του, ο αριθμός των τολυπών του και η διεύθυνσή του αποτελούσαν συμβολικά σημάδια της θέλησης των θεών.… …   Dictionary of Greek

  • κλείω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… …   Dictionary of Greek

  • καφεμαντεία — η είδος τεχνητής μαντείας που γίνεται από τις φούσκες που σχηματίζει ο καφές μέσα στο φλιτζάνι ή από τα σχήματα που παρουσιάζονται στο κατακάθι του, αφού το φλιτζάνι αναποδογυριστεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»