-
1 ἀπο-κρῆθεν
ἀπο-κρῆθεν, = κατακρῆϑεν, vom Haupte herab, Hes. bei E. M.
-
2 κρῆθεν
κρῆθεν, vom Kopf, vom Haupt herab, von oben her; κατὰ κρῆϑεν δὲ καλύπτρην δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεϑε Hes. Th. 574; τῆς καὶ ἀπὸ κρῆϑεν βλεφάρων τ' ἀπὸ κυανεάων Sc. 7.
-
3 κατά-κρηθεν
κατά-κρηθεν, auch κατα-κρῆϑεν betont, bei Hom. richtiger κατὰ κρῆϑεν geschrieben; Τρῶας δὲ κατὰ κρῆϑεν λάβε πένϑος Il. 16, 548, vom Kopf her, von oben herab; δένδρεα δ' ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆϑεν χέε καρπόν Od. 11, 588; κατάκρηϑεν κεκαλυμμένη H. h. Cer. 182; κατάκρηϑεν δὲ καλύπτρην δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεϑε Hes. Th. 754. Vgl. ἀπὸ κρῆϑεν, Hes. Sc. 7. In der Stelle der Il. heißt es »Trauer ergriff die Troer ganz u. gar«, wie auch wir sagen »vom Kopf bis zu den Füßen«. Vgl. auch κατάκρας, mit dem es zusammenhangen könnte, wenn ἄκρηϑεν vorkäme. S. Lob. Phryn. 48.
-
4 ἀποκρῆθεν
-
5 ἄημι
ἄημι FΑ), wehen, vom Winde, praes. ἄησι Hes. O. 514, ἄητον Il. 9, 5; ἀεῖσι (auch ἄεισι geschr,), sie wehen, Hes. Th. 875; infinit. ἀῆναι Od. 3, 183. 10, 25, ἀήμεναι 3, 176 Il. 23, 214, part. ἀέντες Il. 5, 526, gen. ἀέντων Od. 5, 478. 19, 440, impf. ἄη Od. 12, 325. 14, 458, ἄε Ap. Rh. 1, 603. – Med. in gleicher Bdtg mit act., praes. ἄηται Ap. Rh. 2, 81 Arat. 313 u. sp. D.; impf. ἄητο Ap. Rh. 2, 900; übrtr. ϑυμὸς ἄητο, das Gemüth stürmte, war aufgeregt, Il. 21, 386 (od. vielleicht pass., wurde angefacht); τῆς ἀπὸ κρῆϑεν τοῖον ἄηϑ' οἷονἈφροδίτης Hes. Sc. 8, solche Schönheit wehte von ihrem Kopfe; H. h. Cer. 276 ἀμφί τε κάλλος ἄητο, es umwehte sie Schönheit – Pass. Od. 6, 131 ὑόμενος καἰ ἀήμενος, durchweht, Pind. I. 3, 27 ὅσσα ἐπ' ἀνϑρώπους ἄηται μαρτύρια φώτων, werden unter die Menschen geweht.
См. также в других словарях:
κρήθεν — κρῆθεν (Α) επίρρ. από το κεφάλι, από την κορυφή, από πάνω («δένδρεα δ ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά στον Όμ. ως κατὰ κρῆθεν, που πιθ. έχει προέλθει από τη φρ. κατ ἄκρηθεν (< ἄκρον)] … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek