-
1 ἔφεσις
2 (ἐφίημι A.
IV) as law-term, appeal to a judicial tribunal from a lower tribunal, IG12.39.74; from an administrative decision,ἡ εἰς τὸ δικαστήριον ἔ. Arist.Ath.9.1
, cf. 45.2, 55.2; from the vote of a δῆμος, D.57.6; also of appeals to a popular assembly,ἀπὸ βουλῆς ἐπὶ δῆμον Poll.8.62
;ἐπὶ τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν πατρικίων D.H.6.58
;πρὸς τὸν Ἐρχιέων δῆμον Id.Is.14
.3 permission, licence, Sammelb.6236.39 (Theadelphia, i B.C.).
См. также в других словарях:
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek