-
1 διαχωρεω
1) проходить насквозь(δι΄ ὕδατος καὴ γῆς Plat.)
2) ( об обуви) раздаваться, расходиться(πλατύνεσθαι καὴ δ. Plut.)
3) иметь хождение, обращаться4) идти вперед, развиваться(ἴσως Polyb.)
(ἄπεπτα διαχωρεῖ Arst.)
ἤμουν καὴ κάτω διεχώρει αὐτοῖς Xen. — они страдали рвотой и поносом
См. также в других словарях:
ἀπέπτα — ἀποπέτομαι fly off aor ind act 3rd sg (epic) ἀπέπτᾱ , ἀποπέτομαι fly off aor ind act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπεπτα — ἄπεπτος uncooked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπεπτ' — ἄπεπτα , ἄπεπτος uncooked neut nom/voc/acc pl ἄπεπτε , ἄπεπτος uncooked masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέπταν — ἀποπέτομαι fly off aor ind act 3rd pl (epic) ἀπέπτᾱν , ἀποπέτομαι fly off aor ind act 3rd pl (doric) ἀποπέτομαι fly off aor ind act 1st sg (epic) ἀπέπτᾱν , ἀποπέτομαι fly off aor ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)