-
1 ἀπό-φευξις
ἀπό-φευξις, ἡ, das Entfliehen, Ar. Vesp. 558; δίκης, das Losgesprochenwerden vor Gericht, Nubb. 864; Antiph. 5, 66. Vgl. ἀπόφυξις.
-
2 ἀπόφευξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόφευξις
-
3 ἀπόφευξις
ἀπό-φευξις, das Entfliehen; δίκης, das Losgesprochenwerden vor Gericht -
4 αποφευξις
См. также в других словарях:
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek