-
1 απότομος
-
2 ἀπότομος
-
3 αποτομος
21) срезанный; тж. обрывистый, крутой(χωρίον Her.; ὄρη Xen.; τόπος Plat.; πέτραι Arst., Plut.)
2) суровый, строгий(ἀνάγκη Soph.; λῆμα Eur.)
3) сжатый, краткий(συγκεφαλαίωσις Polyb.)
-
4 ἀπότομος
ἀπότομος, ον (s. ἀποτομία; Soph., Hdt. et al.; LXX; TestAbr A) relentless ἐν κρίσει in judgment Pol 6:1 (cp. in this fig. mng. [lit. ‘steep’] Wsd 6:5 al.; Diod S 1, 76, 1; 2, 57, 5; Περὶ ὕψους 27, 1 ἀπειλή; Jos., Ant. 19, 329 τιμωρία).—DELG s.v. τέμνω. TW. -
5 απότομος
η, ο [ος, ον ]1) крутой, обрывистый;απότομη ακτή — обрывистый берег;
2) резкий; внезапный;απότομες κινήσεις — резкие движения;
απότομη στάση — а) внезапная, неожиданная остановка; — б) резкое торможение;
απότομη μεταβολή τού καιρού — резкая перемена погоды;
3) перен. резкий, грубый; оскорбительный;απότομος άνθρωπος — грубый человек
-
6 απότομος
-
7 ἀπότομος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-5=5 Wis 5,20; 6,5; 11,10; 12,9; 18,15 -
8 ἀπότομος
ἀπότομ-ος, ον,A cut off,στροφέων ἀ. μῆκος πήχεων πέντε IG11(2).287
A49 (Delos, iii B.C.); esp. sheer, precipitous,ἀ.ἐστι ταύτῃ ἡ ἀκρόπολις Hdt.1.84
, cf. 4.62;ἀ. ἐκ θαλάττης Pl.Criti. 118a
;τὰ ἀ.
precipices,Philostr.
VA3.4; ἀπότομον ὤρουσεν εἰς ἀνάγκαν, metaph. from one who comes suddenly to the edge of a cliff, S.OT 877 (lyr.). Adv.-μως, ἔχειν Philostr.VA2.5
.2 metaph., severe, relentless, (lyr.); . Adv. - ως ib.5.22, Plb.18.11.2, Plu.Crass.3, etc.; brusquely, prob. l. in Cic.Att.10.11.5.b of persons, severe, Ph.2.268.c of gladiatorial combats, a fight to a finish,ἑνόζυγον ἀπότομον IGRom. 4.1632
; ἀπότομα alone,μουσεῖον καὶ Βιβλ. 1876
/8 No.153;μονομαχιῶν τρεῖς ἡμέρας ἀποτόμους Inscr.Magn. 163.10
, cf. IGRom.3.360.9 ([place name] Sagalassus), CIG 2880 ([place name] Branchidae).4 c. gen., οἱ καθηγητῶν οὕτως ἀπότομοι γενηθέντες offshoots of our founders, Phld.Lib.p.22 O.5 ἀπότομοι· οὐκ ἐνεργοί, Hsch.: ἀπότομον· τὸν μὴ ἄξιον προσίψεως, Id.II absolute: Adv. - μως absolutely,οὐδὲν τῶν τοιούτων ἐστὶν ἀ. οὔτε κακὸν οὔτ' ἀγαθόν Isoc.6.50
, cf. D.61.4;ἀ. ἀληθής Phld.Mus.p.98
K.; precisely, in the strictest sense,τοῖς ὀνόμασι χρῆσθαι Isoc.9.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπότομος
-
9 ἀπότομος
-
10 απότομος
1) acquéreur2) bref3) brusque -
11 απότομος
1) obcesowy przym.2) szorstki przym. -
12 απότομος
1) bryskní2) prudký -
13 απότομος
1) blunt2) brusque3) sheer4) steepΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απότομος
-
14 αποτομώτερον
ἀπότομοςcut off: masc acc comp sgἀπότομοςcut off: neut nom /voc /acc comp sgἀπότομοςcut off: adverbial -
15 ἀποτομώτερον
ἀπότομοςcut off: masc acc comp sgἀπότομοςcut off: neut nom /voc /acc comp sgἀπότομοςcut off: adverbial -
16 αποτομας
-
17 αποτομωτέρα
ἀποτομωτέρᾱ, ἀπότομοςcut off: fem nom /voc /acc comp dualἀποτομωτέρᾱ, ἀπότομοςcut off: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
18 ἀποτομωτέρα
ἀποτομωτέρᾱ, ἀπότομοςcut off: fem nom /voc /acc comp dualἀποτομωτέρᾱ, ἀπότομοςcut off: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
19 αποτομώτατα
-
20 ἀποτομώτατα
См. также в других словарях:
ἀπότομος — cut off masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απότομος — η, ο (AM ἀπότομος, ον) [αποτέμνω] 1. απόκρημνος 2. αιφνίδιος, ξαφνικός, βίαιος 3. μτφ. (για ανθρώπους ή ανθρώπινες εκδηλώσεις) τραχύς στη συμπεριφορά, ωμός αρχ. 1. αυστηρός, αδυσώπητος 2. σύντομος 3. απόλυτος, αυστηρά ακριβής … Dictionary of Greek
απότομος — η, ο επίρρ. α 1. απόκρημνος: Στο μέρος εκείνο της παραλίας ορθώνονταν απότομα βράχια. 2. ξαφνικός, απροσδόκητος: Η κακοκαιρία ξέσπασε απότομα. 3. βίαιος, υβριστικός: Ήξερε πως ήταν άνθρωπος με τρόπους απότομους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποτομώτερον — ἀπότομος cut off masc acc comp sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc comp sg ἀπότομος cut off adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομώτατα — ἀπότομος cut off adverbial superl ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομώτατον — ἀπότομος cut off masc acc superl sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτόμως — ἀπότομος cut off adverbial ἀπότομος cut off masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπότομον — ἀπότομος cut off masc/fem acc sg ἀπότομος cut off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομωτάταις — ἀπότομος cut off fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομωτάτην — ἀπότομος cut off fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτομωτέρῳ — ἀπότομος cut off masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)