-
1 απόσταγμα
-
2 ἀπόσταγμα
-
3 ἀπόσταγμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόσταγμα
-
4 απόσταγμα
-
5 απόσταγμα
τοDestillat n -
6 ἀπόσταγμα
-
7 απόσταγμα
damıtılmış, damıtık -
8 вытяжка
вытяж||каж1. (действие) ἡ ἐξαγωγή·2. хим. τό ἐκχύλισμα, τό ἀπόσταγμα, τό. ἐκπίεσμα:делать \вытяжкаку βγάζω ἀπόσταγμα, ἀποστάζω. -
9 γλεῦκος
γλεῦκος, τό, Most, ungegohrner od. eingekochter, süßer Wein, Nic. Al. 184. 299 u. a. Sp. Nach VLL. τὸ ἀπὸ τῆς ληνοῦ ἀπόσταγμα, αὐτομάτως καταῤῥέον ἀπὸ τῆς σταφυλῆς· ἔστι δὲ τοῦτο γλυκύτατον.
-
10 ἀπο-στάλαγμα
ἀπο-στάλαγμα, τό, = ἀπόσταγμα, Schol. Ar. Pax 1184.
-
11 вытяжка
1. (удлинение) η επιμήκυνση 2. мет. η ολκή 3. (вентиляционное отверстие) η οπή εξαερισμού 4. (хим., мед.) το απόσταγμα, το εκχύλισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вытяжка
-
12 дистиллят
το διΰλισμα, το απόσταγμα- ορ ο αποστάκτης, ο διϋλιστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дистиллят
-
13 отгон
1. (с.-χ) η μετακίνηση 2. (добывание чего-л. путём перегонки) η απόσταξη 3. (продукт отгонки) το απόσταγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отгон
-
14 погон
(нефт.) η διύλιση, το διύλισμα, το απόσταγμα, лёгкий - ελαφριά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погон
-
15 эссенция
(концентрированный раствор) το απόσταγμα, разг. η εσάνς (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эссенция
-
16 экстракт
экстрактм τό ἐκχύλισμα, τό ἀπόσταγμα. -
17 эссенция
эссенцияж τό ἀπόσταγμα, ἡ ἐσσάνς, ἡ ἐσσέντσα. -
18 αποστάλα(γ)μα
τό1) см. απόσταγμα; 2) осадок, отстой; 3) перен. вывод, заключение -
19 αποστάλα(γ)μα
τό1) см. απόσταγμα; 2) осадок, отстой; 3) перен. вывод, заключение -
20 αποστάγματι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπόσταγμα — that which trickles down neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσταγμα — το (Μ ἀπόσταγμα) νεοελλ. υγρό που προήλθε από απόσταξη διαφόρων υλών μσν. αφέψημα, εκχύλισμα … Dictionary of Greek
απόσταγμα — το το αποτέλεσμα της απόσταξης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόσταγμα, οινοπνευματούχο — Ποτό με μεγάλη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα που λαμβάνεται με απόσταξη από άλλο υγρό, το οποίο περιέχει οινόπνευμα σε αρκετά μικρότερη αναλογία. Από το κρασί, π.χ., που περιέχει οινόπνευμα σε αναλογία από 10% έως 14%, εξάγονται ο.α. όπως το… … Dictionary of Greek
ἀποστάγματι — ἀπόσταγμα that which trickles down neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
υδραπόσταγμα — το, Ν απόσταγμα που λαμβάνεται από απόσταξη μέσα σε νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + απόσταγμα] … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αλκοόλ — Βλ. λ. οινόπνευμα. Διάφορα είδη αλκοολούχων ποτών. * * * το διεθνής λέξη που σημαίνει το απόσταγμα τού κρασιού και τών στεμφύλων, δηλαδή το οινόπνευμα τών οινοπνευματούχων ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < alcohol, νεολατιν. επιστημον. όρος < μσν. λατ.… … Dictionary of Greek