Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀπο-φθέγγομαι

См. также в других словарях:

  • φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • αφομοίωση — Ο όρος α. σημαίνει γενικά το αποτέλεσμα του αφομοιώ και του αφομοιούμαι, δηλαδή το να γίνεται κάτι όμοιο με κάποιο άλλο. (Γλωσσολ.) Γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο κάποιος φθόγγος μιας λέξης εξομοιώνεται με τον γειτονικό του. Η αιτία του… …   Dictionary of Greek

  • θεόφθεγκτος — θεόφθεγκτος, ον (Α) αυτός που λέχθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φθεγκτος (< φθέγγομαι), πρβλ. από φθεγκτος, δύσ φθεγκτος] …   Dictionary of Greek

  • υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… …   Dictionary of Greek

  • επιφθέγγομαι — ἐπιφθέγγομαι (Α) 1. μιλώ μετά από κάποιον ή σε συμφωνία με κάποιον («ἐγώ δ’ ἐπιφθέγγομαι κεκλαυμένα», Αισχύλ.) 2. εκφέρω κάτι συγχρόνως ή σε σχέση με κάτι («ἐπεφθέγγετο τὰς νενομισμένας... φωνάς», Πλούτ.) 3. λέω, αποφαίνομαι επί πλέον («μίαν ἐπ’… …   Dictionary of Greek

  • παραφθέγγομαι — Α 1. τροποποιώ κάπως την ομιλία μου, λέγω κάτι επί πλέον 2. αναφέρω κάτι «εν παρόδω» 3. μιλώ κακώς, έξω από το ορθό, λέγω ανοησίες 4. διακόπτω τον λόγο κάποιου 5. μιλώ ήπια, μειλίχια, σιγά 6. λέγω ανακριβή, ψευδή ή εσφαλμένα 7. εκστομίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • πολυειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από πολλά είδη, ποικίλος (α. «δάση πολυειδών δένδρων και ανθέων», Αραβ. Μυθ. β. «πολυειδέστατον και ποικιλότατον γένος», Τίμ. Λοκρ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυειδές (για χρώματα) η πολυειδία* 2. φρ. α) «πολυειδῆ …   Dictionary of Greek

  • προφητόφθεγκτος — ον, Μ αυτός που λέχθηκε από προφήτες, αυτός που περιέχεται σε προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + φθεγκτος (< φθεγκτός < φθέγγομαι), πρβλ. θεό φθεγκτος] …   Dictionary of Greek

  • σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • τρίφθογγος — η, ο / τρίφθογγος, ον, ΝΜ αποτελούμενος από τρεις φθόγγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φθόγος (< φθέγγομαι), πρβλ. δί φθογγος] …   Dictionary of Greek

  • υπερφθέγγομαι — ΜΑ 1. φωνάζω δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», Πλούτ.) 2. μτφ. υπερέχω, είμαι πολύ ανώτερος («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φθέγγομαι «μιλώ, φωνάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»