-
1 αποτίω
ἀπό-τίωpres subj act 1st sg (attic epic)ἀπό-τίωpres ind act 1st sg (attic epic)ἀποτί̱ω, ἀπό-τίωpres subj act 1st sg (epic ionic)ἀποτί̱ω, ἀπό-τίωpres ind act 1st sg (epic ionic) -
2 ἀποτίω
ἀπό-τίωpres subj act 1st sg (attic epic)ἀπό-τίωpres ind act 1st sg (attic epic)ἀποτί̱ω, ἀπό-τίωpres subj act 1st sg (epic ionic)ἀποτί̱ω, ἀπό-τίωpres ind act 1st sg (epic ionic) -
3 καταποτίου
κατά, ἀπό-τίωpres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)καταποτί̱ου, κατά, ἀπό-τίωpres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic)κατά, ἀπό-τίωimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)καταποτί̱ου, κατά, ἀπό-τίωimperf ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)καταποτί̱ου, κατά, πρόσ-ἰόωbecome: imperf ind act 3rd sg (epic doric)κατά, πρόσ-ἰόωbecome: pres imperat act 2nd sg (epic doric)κατά, πρόσ-ἰόωbecome: imperf ind act 3rd sg (epic doric) -
4 καταπότιον
κατά, ἀπό-τίωimperf ind act 3rd pl (attic epic)κατά, ἀπό-τίωimperf ind act 1st sg (attic epic)καταπότῑον, κατά, ἀπό-τίωimperf ind act 3rd pl (epic ionic)καταπότῑον, κατά, ἀπό-τίωimperf ind act 1st sg (epic ionic) -
5 καταποτίοις
κατά, ἀπό-τίωpres opt act 2nd sg (attic epic)καταποτί̱οις, κατά, ἀπό-τίωpres opt act 2nd sg (epic ionic)κατά-πρόσειμι 1sum: pres opt act 2nd sg (epic doric) -
6 καταποτίων
κατά, ἀπό-τίωpres part act masc nom sg (attic epic)καταποτί̱ων, κατά, ἀπό-τίωpres part act masc nom sg (epic ionic)καταποτί̱ων, κατά, πρόσ-ἰόωbecome: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)καταποτί̱ων, κατά, πρόσ-ἰόωbecome: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic)κατά, πρόσ-ἰόωbecome: imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic)κατά, πρόσ-ἰόωbecome: imperf ind act 1st sg (epic doric aeolic) -
7 τίνω
τίνω, Il.3.289, al., ([etym.] ἀπο-) IG5(1).1390.76 (Andania, i B.C.), etc.: [dialect] Ion. [tense] impf.Aτίνεσκον A.R.2.475
: [tense] fut. τείσω ([etym.] ἐκ-) IG22.412.6 (iv B.C.), ([etym.] ἀπο-) Epigr.Gr. 1132 ([dialect] Att. vase, iv B.C.), PPetr.3p.55 (iii B.C.), IG7.3073.1 (Lebad., ii B.C.), etc.; Cypr. [ per.] 3sg.πείσει Inscr.Cypr.135.12
H.: [tense] aor. ἔτεισα ([etym.] ἀπ-) SIG47.15 ([dialect] Locr., v B.C.), 663.25 (Delos, iii/ii B.C.), PPetr.3p.41 (iii B.C.), etc.: freq. written τίσω ἔτισα in Hellenistic and later Inscrr. and Pap., and in codd. of all authors ([tense] fut., Od.8.348, A.Ch. 277, S.Aj. 113, etc.; [tense] aor., Od. 24.352, Pi.O.2.58, S.OT 810, etc.): in Hom. confused (both in codd. and printed texts) with τίσω ἔτισα [tense] fut. and [tense] aor. of τίω, and only to be distd. by the sense: [tense] pf. τέτεικα ([etym.] ἀπο-) SIG437.6 (Delph., iii B.C.); part.τετεικώς Lyc.765
(τετικώς, τεθεικώς codd.) (v. ἐκτίνω):—[voice] Med., [tense] pres. first in Thgn.204 (only τίνυμαι in Hom.): [tense] fut.τείσομαι Od.13.15
, al.: [tense] aor.ἐτεισάμην 3.197
, 15.236, al. ( τις- codd.):—[voice] Pass., [tense] aor.ἐξ-ετείσθην IG22.1613.198
, D.39.15, 59.7: [tense] pf. [ per.] 3sg.ἐκ-τέτεισται Pl.Phdr. 257a
, D.24.187. [[pron. full] τῑνω (from Τίνϝω ) in [dialect] Ep., also Thgn.204, Herod.2.51, AP7.657 (Leon.); τῐνω in Trag., as A.Pr. 112, S.OC 635, E.Or.7; also in Pi.P.2.24 ([voice] Med. ) and Sol. 13.31; also in some Epigrammatists, as Simm.25.1, AP9.286 (Marc. Arg.).]I [voice] Act., pay a price by way of return or recompense, mostly in bad sense, pay a penalty, with acc. of the penalty,τ. θωήν Od.2.193
;τιμήν τινι Il.3.289
;ποινάς Pi.O.2.58
, A.Pr. 112, Theodect. 8.9; , El. 298, Fr.107.9, 2 Ep.Thess.1.9, etc.; also τ. ἴσην (sc. δίκην) S.OT 810; ; τὸ ἥμισυ ib. 767e (s. v.l.); μείζονα τὴν ἔκτ<ε>ισίν τινι ib. 933e; τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν ib. 905a, cf. Trag.Adesp.490:—but alsob in good sense, pay a debt, acquit oneself of an obligation, ζωάγρια τ. Il.18.407;τείσειν αἴσιμα πάντα Od.8.348
; εὐαγγέλιον (reward for bringing good news) 14.166; τ. χάριν τινί render one thanks, A.Pr. 985;τ. γῇ δασμόν S.OC 635
;ἰατροῖς μισθόν X.Mem.1.2.54
:—also simply,c repay, c. acc. rei,τροφάς τινι E.Or. 109
:—in various phrases, τ. ἀντιποίνους δύας repay equivalent sorrows, A.Eu. 268 (lyr.); φόνον φόνου ῥύσιον τ. S.Ph. 959; αἱμάτων παλαιτέρων τ. μύσος send one pollution in repayment for another, A.Ch. 650(lyr., Lachm., for τείνει); ἀρᾶς τ. χρέος Id.Ag. 457
(lyr.).--Constr.:1 c. acc. of the thing paid or of the thing repaid (v. supr.).2 less freq. c. dat., κράατι τείσεις with thy head, Od.22.218; .3 c. dat. of pers. to whom payment is made (v. supr.).4 c. dat. of the penalty,τ. θανάτῳ ἅπερ ἦρξεν Id.Ag. 1529
(anap.); τύμμα τύμματι ib. 1430 (lyr.).5 with gen. of the thing for which one pays, τ. ἀμοιβὴν βοῶν τινι pay him compensation for the cows, Od.12.382; τ. τινὶ ποινήν τινος pay one retribution for.., Hdt.3.14, 7.134; τ. μητρὸς δίκας for thy mother, E.Or. 531; ἀντὶ πληγῆς πληγὴν τ. A.Ch. 313 (anap.): also with acc. of the thing for which one pays, the price being omitted, pay or atone for a thing, ;τ. ὕβριν Od.24.352
; τ. φόνον or λώβην τινός, Il.21.134, 11.142;κακά Thgn.735
; : less freq. c. acc. pers., τείσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες thou shalt make atonement for the brother thou hast slain, Il.17.34.6 abs., make return or requital, Sol.13.29; , cf. 230 (lyr.).II [voice] Med., have a price paid one, make another pay for a thing, avenge oneself on him, punish him, freq. from Hom. downwards.--Constr.:2 c. gen. criminis, τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος punish him for his wickedness, Il.3.366, cf. Od.3.206, Thgn. 204 (where ἀμπλακίης, v.l. -ίας), Hdt.4.118, etc.;τ. τινὰ ἐφ' ἁμαρτωλῇ Thgn.1248
;ὑπέρ τινος Hdt.1.27
,73.3 c. acc. rei, take vengeance for a thing, τείσασθαι φόνον, βίην τινός, Il.15.116, Od.23.31;λώβην Il.19.208
, etc.4 c. dupl. acc. pers. et rei, ἐτείσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα he made Neleus pay for the misdeed, visited it on his head, Od.15.236;Ζεῦ ἄνα, δὸς τείσασθαι, ὅ με πρότερος κάκ' ἔοργε, δῖον Ἀλέξανδρον Il.3.351
; τείσασθαί τινα δίκην exact retribution from a person, E.Med. 1316 (dub.l.).5 c. dat. modi, τίνεσθαί τινα ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς, φυγῇ, repay or requite with.., Pi.P.2.24, A.Th. 638.6 abs., repay oneself, indemnify oneself, ἡμεῖς δ' αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τεισόμεθ' Od.13.15. (Root q[uglide][icaron]- [alternating with q[uglide]ei- and q[uglide]oi-] 'pay': τῐ-νϝ-ω, τῐ-σις, τεί-σω [Cypr. πείσει], ἔ-τει-σα [cf. ἀππεισάτου s.v. ἀποτίνω], ποι-νή (q.v.): Skt. cáy-ate 'avenge, punish': ápa-ci-tis 'vengeance':—not related to τίω.)
См. также в других словарях:
ἀποτίω — ἀπό τίω pres subj act 1st sg (attic epic) ἀπό τίω pres ind act 1st sg (attic epic) ἀποτί̱ω , ἀπό τίω pres subj act 1st sg (epic ionic) ἀποτί̱ω , ἀπό τίω pres ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποτίου — κατά , ἀπό τίω pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) καταποτί̱ου , κατά , ἀπό τίω pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κατά , ἀπό τίω imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) καταποτί̱ου , κατά , ἀπό τίω imperf ind mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπότιον — κατά , ἀπό τίω imperf ind act 3rd pl (attic epic) κατά , ἀπό τίω imperf ind act 1st sg (attic epic) καταπότῑον , κατά , ἀπό τίω imperf ind act 3rd pl (epic ionic) καταπότῑον , κατά , ἀπό τίω imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποτίοις — κατά , ἀπό τίω pres opt act 2nd sg (attic epic) καταποτί̱οις , κατά , ἀπό τίω pres opt act 2nd sg (epic ionic) κατά πρόσειμι 1 sum pres opt act 2nd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποτίων — κατά , ἀπό τίω pres part act masc nom sg (attic epic) καταποτί̱ων , κατά , ἀπό τίω pres part act masc nom sg (epic ionic) καταποτί̱ων , κατά , πρόσ ἰόω become imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) καταποτί̱ων , κατά , πρόσ ἰόω become imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που … Dictionary of Greek
τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ … Dictionary of Greek
Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… … Dictionary of Greek
καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας … Dictionary of Greek