-
1 αποσπαρασσω
См. также в других словарях:
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
σπάραγμα — το, ΝΑ [σπαράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαράσσω 2. κομμάτι αποσπασμένο από κάπου νεοελλ. μτφ. εκδήλωση σπαραγμού αρχ. λατύπη … Dictionary of Greek
σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] … Dictionary of Greek
κυνοσπάρακτος — κυνοσπάρακτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από σκυλιά («ἔνθ ἔκειτο νηλεὲς κυνοσπάρακτον σῶμα Πολυνείκους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπαράσσω] … Dictionary of Greek
περιλακίζω — Α σχίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταξεσχίζω, κουρελιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακίζω «σπαράσσω»] … Dictionary of Greek
σπάρασση — η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδομυκήτων τής τάξης αφυλλοφορώδη, τής κλάσης υμενομύκητες, το οποίο περιλαμβάνει 5 περίπου είδη που απαντούν στις εύκρατες περιοχές στο έδαφος κάτω από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sparassis < αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek