-
1 недосчитаться
ρ.σ. λείπω από το λογαριασμό χάνομαι•пастух -лся двух баранов ο βοσκός μετρώντας βρήκε ότι του λείπουν δυο πρόβατα•
-лись трёх кур έλειψαν από το μέτρο τρεις κότες.
-
2 страдать
-аю, -аешь κ. παλ. стражду, страждешь, μτχ. ενστ. страдающий κ. παλ. страждущийρ.δ.1. υποφέρω, πάσχω•страдать больго υποφέρω από πόνο, πονώ•
он -ет болезнью сер-дда αυτός πάσχει από την καρδιά ή είναι καρδιοπαθής.
|| μτφ. έχω μειονέκτημα, ελάττωμα, ψεγάδι.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασανίζομαι, τυραννιέμαι, ταλαιπωρούμαι, παιδεύομαι, δεινοπαθώ.3. βλάπτομαι, παθαίνω. || λείπω, υπάρχει έλλειψη•в классе -ает дисциплина η τάξη δεν έχει την απαιτούμενη πειθαρχία.
-
3 возможно
επίρ.1. όσο το δυνατό(ν)•сделать возможно лучше κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα•
принесите лекарство возможно скорее φέρτε φάρμακο όσο μπορείτε γρηγορότερα ή το ταχύτερο.
2. απρόσ. είναι, υπάρχει η δυνατότητα.3. ίσως, είναι ενδεχόμενο, δυνατό, ενδέχεται, μπορεί, πιθανόν•возможно меня не будет дома завтра μπορεί αύριο να μην είμαι στο σπίτι, ίσως αύριο να λείπω από το σπίτι.
См. также в других словарях:
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
λείπω — έλειψα, απουσιάζω, βρίσκομαι μακριά από το σπίτι μου: Όταν έγινε ο σεισμός έλειπα διακοπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… … Wikipédia en Français
Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou … Wikipédia en Français
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… … Dictionary of Greek
μέση — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 504 κάτ.) του νομού Ημαθίας. Βρίσκεται Α της Βέροιας, σε απόσταση 64 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βέροιας. 2. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 26 κάτ.) στην… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
εκφεύγω — και ξεφεύγω (AM ἐκφεύγω) φεύγω έξω ή μακριά, ξεφεύγω, διαφεύγω μσν. 1. (μτβ.) αποφεύγω κάποιον ή κάτι 2. απομακρύνομαι από κάποιον 2. (αμτβ.) τρέπομαι σε φυγή 3. πηγαίνω με το μέρος κάποιου καταφεύγοντας κοντά του 4. (για ρούχο) φτάνω μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek