-
1 απορρίπτω
ἀπόρριπτοςcast aside: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀπόρριπτοςcast aside: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)ἀπορρί̱πτω, ἀπορρίπτωthrow away: pres subj act 1st sgἀπορρί̱πτω, ἀπορρίπτωthrow away: pres ind act 1st sg -
2 ἀπορρίπτω
ἀπόρριπτοςcast aside: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀπόρριπτοςcast aside: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)ἀπορρί̱πτω, ἀπορρίπτωthrow away: pres subj act 1st sgἀπορρί̱πτω, ἀπορρίπτωthrow away: pres ind act 1st sg -
3 απορριπτω
поэт. ἀπορίπτω1) отбрасывать, бросать прочь, сбрасывать(καλύπτρην τηλόσε Hom. - in tmesi; εἷμα Pind.; перен. μῆνιν Hom.)
2) изгонять(τινὰ ἐς δόμους δορυξένους Aesch.; γῆς Soph.; ἐκ θεῶν Xen.)
3) отвергать с презрением, отклонять(ἃ ἐπηγγελλόμην Soph.; ἄνδρες ἀπερριμένοι Dem., Plut. и ἀπορριφθέντες Plut.)
ἀπορριπτεσθαι ἐς τὸ μηδέν Her. — не ставиться ни во что4) нечаянно высказывать, ронять(ἔπος Her., Pind.)
5) бросать в лицо, упрекать(τι ἔς τινα Her.)
-
4 ἀπορρίπτω
1 cast awayἀπό μοι λόγον τοῦτον, στόμα, ῥῖψον O. 9.36
ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἷμα P. 4.232
χαμαιπετὲς δ' ἄῤ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν (byz.: ἀπέρριψεν codd.: uttered) P. 6.37 -
5 απορρίπτω
(αόρ. απέρριψα) μετ.1) отклонять, отвергать;απορρίπτω την πρόταση — отклонять, предложение;
2) отбрасывать, отшвыривать;3) браковать; 4) проваливать (на экзаменах);1) — отклоняться, отвергаться;απορρίπτομαι
2) проваливаться (на экзаменах) -
6 ἀποῤῥίπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀποῤῥίπτω
-
7 απορρίπτω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απορρίπτω
-
8 απορρίπτω
I.ablehnenII.verwerfen -
9 ἀπορρίπτω
-
10 ἀπορρίπτω
+ V 1-7-27-5-6=46 Ex 22,30; Jgs 2,19; 2 Sm 22,46; 1 Kgs 9,7A: to throw away, to put away [τι] Ex 22,30; to reject [τι] Jer 9,18; to abandon [τι] Jgs 2,19 P: to be cast (forth), to be cast out 2 Sm 22,46*Jer 8,14 ἀπέρριψεν ἡμᾶς he cast us out-הרמנו רום for MT הדמנו דמם he made us perish, see also Jer 28(51),6 -
11 απορρίπτω
[апоррипто] ρ отвергать, отклонять. -
12 ἀπορρίπτω
ἀπο-ρρίπτω, poet. [full] ἀπορίπτω Pi.P.6.37, later [full] ἀπορριπτέω X.HG5.4.42, Plu. Caes. 39, Cat.Ma.5, Luc. Tim.12, Hdn.4.9.2, D.C.74.1, [tense] fut.A : [tense] pf.ἀπέρριφα Plb.1.40.15
:—throw away, put away, μῆνιν, μηνιθμόν, Il.9.517, 16.282;ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις.. εἷμα Pi.P.4.232
; ἀπορριψοντι ἐοικώς like one about to cast [a net], Hes.Sc. 215;ἀ. ἀπὸ τοῦ στόματος
spit,Thphr.
Char.19.4; vomit,τὴν τροφήν Asclep.Jun.
ap. Gal.13.162; cast up, of a river,τοὺς νεκροὺς τῶν ῥευμάτων Jul.Or.2.60c
.II cast forth from one's country, A.Ch. 914; ; outcasts,D.
18.48, cf. D.H. 9.10; of things, reject, PBaden19.12 (ii A.D.);τὰ φαῦλα καὶ ἀπερρ. τῶν ἐδεσμάτων Hdn.4.12.2
.3 throw aside, set at naught,ἡ ἡμετέρη εὐδαιμονίη οὕτω τοι ἀπέρριπται ἐς τὸ μηδέν Hdt.1.32
;Κύπρις δ' ἄτιμος τᾠδ' ἀ. λόγῳ A.Eu. 215
;ὅταν.. τὰ χρηστὰ ἀπορρίπτηται D.25.75
.III of words, utter, esp. in disparagement,ἔς τινα Hdt.1.153
,4.142 ([voice] Pass.),8.92: generally, ἀ. ἔπος let fall a word, Id.6.69;χαμαιπετὲς ἔπος ἀ. Pi.P. 6.37
;λόγον ἀχρεῖον Ant.Lib.11.3
;μηδ' ἀπορριφθῇ λόγος A.Supp. 484
.IV intr., throw oneself down, leap off, Act.Ap.27.43, Charito 3.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπορρίπτω
-
13 ἀπορρίπτω
ἀπο-ρρίπτω ( ϝρίπτω), aor. inf. ἀπορρι-ψαι, part. ἀπορρίψαντα: fling away; fig., μῆνιν, Il. 9.517, Il. 16.282.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπορρίπτω
-
14 ἀποῤῥίπτω
ἀποῤ-ῥίπτω, abwerfen, wegwerfen; bittere, schmähende Worte gegen einen schleudern; verschmähen, verachten -
15 απορρίπτω
kabul etmemek -
16 απορρίπτω
démentir -
17 απορρίπτω
1) popírat2) popřít -
18 απορρίπτω
1) discard2) disclaim3) rejectΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απορρίπτω
-
19 απέρριψ'
ἀπέρρῑψα, ἀπορρίπτωthrow away: aor ind act 1st sgἀπέρρῑψο, ἀπορρίπτωthrow away: plup ind mp 2nd sgἀπέρρῑψο, ἀπορρίπτωthrow away: perf imperat mp 2nd sgἀπέρρῑψε, ἀπορρίπτωthrow away: aor ind act 3rd sgἀπέρρῑψαι, ἀπορρίπτωthrow away: perf ind mp 2nd sg -
20 ἀπέρριψ'
ἀπέρρῑψα, ἀπορρίπτωthrow away: aor ind act 1st sgἀπέρρῑψο, ἀπορρίπτωthrow away: plup ind mp 2nd sgἀπέρρῑψο, ἀπορρίπτωthrow away: perf imperat mp 2nd sgἀπέρρῑψε, ἀπορρίπτωthrow away: aor ind act 3rd sgἀπέρρῑψαι, ἀπορρίπτωthrow away: perf ind mp 2nd sg
См. также в других словарях:
απορριπτώ — ἀπορριπτῶ ( έω) (Α) [ριπτώ ( έω)] απορρίπτω, πετώ … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απορρίπτω, απέρριψα (σπάν. απόρριψα) βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπορρίπτω — ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρριπτος cast aside masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres subj act 1st sg ἀπορρί̱πτω , ἀπορρίπτω throw away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απορρίπτω — κ. απορίχνω, κ. ρίχτω (AM ἀπορρίπτω) 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω 2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιον μσν. νεοελλ. αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιον νεοελλ. Ι. ( ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε… … Dictionary of Greek
απορρίπτω — απόρριψα, απορρίφτηκα, απορριμμένος 1. βγάζω κάτι από πάνω μου και το πετάω, πετάω κάτι μακριά: Ο κλέφτης, όταν είδε πως τον κυνηγούσαν, απόρριψε τα κλεμμένα και το βαλε στα πόδια. 2. αποδοκιμάζω κάτι, δεν το δέχομαι: Το υπουργείο απόρριψε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορρῖπτον — ἀπορρίπτω throw away pres part act masc voc sg ἀπορρίπτω throw away pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερρῖφθαι — ἀπορρίπτω throw away perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορῖψαι — ἀπορρίπτω throw away aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέρριψ' — ἀπέρρῑψα , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 1st sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away plup ind mp 2nd sg ἀπέρρῑψο , ἀπορρίπτω throw away perf imperat mp 2nd sg ἀπέρρῑψε , ἀπορρίπτω throw away aor ind act 3rd sg ἀπέρρῑψαι , ἀπορρίπτω throw away… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορριπτούσας — ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem gen sg (doric) ἀπορρῑπτούσᾱς , ἀπορρίπτω throw away pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)