-
1 propadnout
αποτυγχάνω -
2 ztroskotat
αποτυγχάνω -
3 fail
αποτυγχάνω -
4 oblać
αποτυγχάνω -
5 лопаться
лопатьсянесов, лопнуть сов1. (давать трещину) ραγίζω, σκάζω·2. (разрываться) σκάω, σκάζω, σκάνω (о мяче и т. ἡ.)Ι κόβομαι, σπάζω (άμετ.) (о веревке и т. п.)·3. перен (о деле, предприятии) χρεωκοπῶ, φαλλίρω, ἀποτυγχάνω:банк лопнул ἡ τράπεζα φαλλί-ρισε, ἡ τράπεζα χρεωκόπησε· ◊ у него́ терпенье ло́пи́уло ἐξαντλήθηκε ἡ ὑπομονή тои^лопнуть со злости разг σκάνω ἀπ' τό κακό μου· лопнуть со́ смеху σκάνω στά γέλια. -
6 неудача
неудач||аж ἡ ἀποτυχία, ἡ ἀτυχία, ἡ ἀναποδιά:терпеть \неудачау ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ· какая \неудача! τί ἀναποδιά!. -
7 проваливать
проваливатьнесов разг χαντακώνω/ ἀπορρίπτω (на экзамене)· ◊ проваливай! ϋδειασέ μου τή γωνιά!, δίνε του!, στρίβε! \проваливаться1. (чадать, обрушиваться) καταρρέω, γκρεμίζομαι, κρημνίζομαι, πέφτω:крыша проваливается ἡ σκεπή πέφτει· \проваливаться в яму πέφτω στό λάκκο·2. черен, разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω:\проваливаться на экзамене ἀπέτυχε στίς ἐξετάσεις. -
8 прогорать
прогоратьнесов, прогореть сов1. (о дровах и т. п.) καίομαι, καταναλίσκομαι·2. (какое-л. время) καίω (ορισμένη ὠρα):лампа прогорела всю ночь ἡ λάμπα ἔκαιε ὅλην τήν νύκτα·3. перен разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω/χρεωκοπώ, πτωχεύω (разориться):де́ло прогорело ἡ δουλειά ἀπέτυχε. -
9 промахнуться
промахнутьсясов1. (при выстреле) ἀστοχώ·2. перен σφάλλω, κάνω λάθος / ἀποτυγχάνω (потерпеть неудачу). -
10 разладиться
разладитьсясов, разлаживаться несов ἀποτυγχάνω (о деле, предприятии и т. п.)/ χαλῶ (άμετ.) (об отношениях и т. п.):маши́иа разладилась ἡ μηχανή χάλασε. -
11 срываться
срыва||тьсянесов1. (с цепи) λύνομαι·2. (упасть откуда-л.) πέφτω, πίπτω·3. (о слове, выражении и т. п.) ξεφεύγω, διαφεύγω·4. (заканчиваться неудачей) ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω, ναυαγώ:дело \срыватьсяется! ἡ ὑπόθεση ναυαγεί· ◊ \срываться с места ξεπηδώ, ὀρμῶ ἀπό τή θέση μου. -
12 терпеть
терпетьнесов1. (переносить, испытывать) ὑπομένω, ὑποφέρω/ νοιώθω (голод, жажду):\терпеть боль ὑποφέρω τόν πόνο· \терпеть жару́ (холод) ὑπομένω τή ζέστη (τό κρύο)· терпи казак \терпеть атаманом бу́дешь παρηγοριά στον ἄρρωστο ὡσπου νά βγει ἡ ψυχή του·2. (допускать, мириться) ἀνέχομαι:как можно э́то \терпеть? πώς τό ἀνέχεστε αὐτό; не \терпеть возражений δέν ἀνέχομαι ἀντιρρήσεις· он не терпит шу́-ток δέν σηκώνει ἀστεία·3. ὑφίσταμαι, παθαίνω (убытки, потери)! ἀποτυγχάνω (неудачу)) δοκιμάζω (нужду):\терпеть поражение νικιέμαι, ἡττώμαι· \терпеть крушение а) (о судне) ναυαγώ, б) ж.-д. παθαίνω σιδηροδρομικό δυστύχημα· ◊ время не терпит ὁ καιρός ἐπείγει· \терпеть не могу́ кого-л., чего́-л. δέν χωνεύω κάποιον, κάτι. -
13 тресиуть
тресиу||тьсов1. см. трескаться· стакан \тресиутьл τό ποτήρι ἐρράγισε·2. перен (потерпеть крах) χρεωκοπώ, ἀποτυγχάνω·3. (ударить) груб. κτυπώ, μπατσίζω κάποιον δυνατά· ◊ \тресиуть от злости σκάνω ἀπ· τό κακό μου· хоть тресни νά σκάσεις. -
14 треск
трескм1. τό τρίξιμο[ν], ὁ τριγμός:\треск су́чьев τό τρίξιμο των κλαδιών \треск кузнечиков τό τριζόνισμα· \треск выстрелов τό κροτάλισμα τών πυροβολισμών \треск барабана ἡ τυμπανοκρουσία· \треск мотора ὁ κρότος τοῦ μοτέρ·2. (шумиха) ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ὁ πάταγος:с \треском выгнать διώχνω μετά μουσικής, διώχνω κακήν-κακώς· ◊ с \треском провалиться ἀποτυγχάνω παταγωδώς. -
15 фиаско
фиаскос нескл. τό φιάσκο, ἡ ἀποτυχία:потерпеть \фиаско παθαίνω φιάσκο, ἀποτυγχάνω. -
16 bomb
-
17 come to grief
(to meet disaster; to fail: The project came to grief.) αποτυγχάνω οικτρά -
18 fail
[feil] 1. verb1) (to be unsuccessful (in); not to manage (to do something): They failed in their attempt; I failed my exam; I failed to post the letter.) αποτυγχάνω,δεν μπορώ,δεν καταφέρνω2) (to break down or cease to work: The brakes failed.) χαλώ3) (to be insufficient or not enough: His courage failed (him).) εξαντλούμαι,εγκαταλείπω4) ((in a test, examination etc) to reject (a candidate): The examiner failed half the class.) απορρίπτω5) (to disappoint: They did not fail him in their support.) απογοητεύω•- failing2. preposition(if (something) fails or is lacking: Failing his help, we shall have to try something else.) χωρίς,αν λείψει- failure- without fail -
19 fall by the wayside
((of projects, ideas etc) to be abandoned; to fail.) αποτυγχάνω/ εγκαταλείπομαι (για σχέδια, ιδέες, κλπ.) -
20 fall down
( sometimes with on) (to fail (in): He's falling down on his job.) αποτυγχάνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀποτυγχάνω — fail in hitting pres subj act 1st sg ἀποτυγχάνω fail in hitting pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποτυγχάνω — κ. τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω) 1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ 2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει… … Dictionary of Greek
αποτυγχάνω — αποτυχαίνω και αποτυγχάνω, απέτυχα και απότυχα, αποτυχημένος βλ. πίν. 148 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀποτυγχάνῃ — ἀποτυγχάνω fail in hitting pres subj mp 2nd sg ἀποτυγχάνω fail in hitting pres ind mp 2nd sg ἀποτυγχάνω fail in hitting pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπετύγχανον — ἀποτυγχάνω fail in hitting imperf ind act 3rd pl ἀποτυγχάνω fail in hitting imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτετευγμένων — ἀποτυγχάνω fail in hitting perf part mp fem gen pl ἀποτυγχάνω fail in hitting perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτετυχηκότα — ἀποτυγχάνω fail in hitting perf part act neut nom/voc/acc pl ἀποτυγχάνω fail in hitting perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτετύχηκεν — ἀποτυγχάνω fail in hitting perf ind act 3rd sg ἀποτυγχάνω fail in hitting plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτευξόμενον — ἀποτυγχάνω fail in hitting fut part mid masc acc sg ἀποτυγχάνω fail in hitting fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυγχανομένων — ἀποτυγχάνω fail in hitting pres part mp fem gen pl ἀποτυγχάνω fail in hitting pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτυγχανόντων — ἀποτυγχάνω fail in hitting pres part act masc/neut gen pl ἀποτυγχάνω fail in hitting pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)