-
41 αποσφιγχθέν
-
42 ἀποσφιγχθέν
-
43 αποσφιγχθήσεται
-
44 ἀποσφιγχθήσεται
-
45 αποσφίγγειν
-
46 ἀποσφίγγειν
-
47 αποσφίγγεται
-
48 ἀποσφίγγεται
-
49 αποσφίγγοιτο
-
50 ἀποσφίγγοιτο
-
51 αποσφίγγονται
-
52 ἀποσφίγγονται
-
53 αποσφίγγοντας
-
54 ἀποσφίγγοντας
-
55 αποσφίγγοντες
-
56 ἀποσφίγγοντες
-
57 αποσφίγξαντες
-
58 ἀποσφίγξαντες
-
59 αποσφίγξας
-
60 ἀποσφίγξας
См. также в других словарях:
ἀποσφίγγω — squeeze tight pres subj act 1st sg ἀποσφίγγω squeeze tight pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσφίγγω — (AM ἀποσφίγγω) σφίγγω δυνατά μσν. νεοελλ. 1. πνίγω, στραγγαλίζω 2. ( ομαι) σφίγγομαι συγκεντρώνοντας όλες μου τις δυνάμεις … Dictionary of Greek
ἀπεσφιγμένα — ἀποσφίγγω squeeze tight perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεσφιγμένᾱ , ἀποσφίγγω squeeze tight perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεσφιγμένᾱ , ἀποσφίγγω squeeze tight perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφιγγομένων — ἀποσφίγγω squeeze tight pres part mp fem gen pl ἀποσφίγγω squeeze tight pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφιγγόντων — ἀποσφίγγω squeeze tight pres part act masc/neut gen pl ἀποσφίγγω squeeze tight pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφίγγει — ἀποσφίγγω squeeze tight pres ind mp 2nd sg ἀποσφίγγω squeeze tight pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφίγγομεν — ἀποσφίγγω squeeze tight pres ind act 1st pl ἀποσφίγγω squeeze tight imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφίγγουσι — ἀποσφίγγω squeeze tight pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσφίγγω squeeze tight pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφίγγουσιν — ἀποσφίγγω squeeze tight pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποσφίγγω squeeze tight pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφίγξαντα — ἀποσφίγγω squeeze tight aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποσφίγγω squeeze tight aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφίγξομεν — ἀποσφίγγω squeeze tight aor subj act 1st pl (epic) ἀποσφίγγω squeeze tight fut ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)