-
61 ἀπεσκευασμένου
-
62 απεσκευασμένους
-
63 ἀπεσκευασμένους
-
64 απεσκευασάμεθα
-
65 ἀπεσκευασάμεθα
-
66 απεσκευασάμην
-
67 ἀπεσκευασάμην
-
68 απεσκευάζετο
-
69 ἀπεσκευάζετο
-
70 απεσκευάζοντο
-
71 ἀπεσκευάζοντο
-
72 απεσκευάσαντο
-
73 ἀπεσκευάσαντο
-
74 απεσκευάσατο
-
75 ἀπεσκευάσατο
-
76 απεσκευάσθαι
-
77 ἀπεσκευάσθαι
-
78 απεσκευάσθησαν
-
79 ἀπεσκευάσθησαν
-
80 απεσκεύασας
См. также в других словарях:
ἀποσκευάζω — pres subj act 1st sg ἀποσκευάζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσκευάζω — (AM ἀποσκευάζω) ( ομαι) αποπατώ αρχ. μσν. φρ. «ἀποσκευάζω γυμνόν» απογυμνώνω κάτι, το στερώ από κάτι που του χρειάζεται αρχ. ( ομαι) 1. αφαιρώ την επίπλωση ή τα σκεύη 2. ετοιμάζω τις αποσκευές μου και αναχωρώ 3. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από… … Dictionary of Greek
ἀπεσκευασμένα — ἀποσκευάζω perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπεσκευασμένᾱ , ἀποσκευάζω perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπεσκευασμένᾱ , ἀποσκευάζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευάζῃ — ἀποσκευάζω pres subj mp 2nd sg ἀποσκευάζω pres ind mp 2nd sg ἀποσκευάζω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευάσει — ἀποσκευάζω aor subj act 3rd sg (epic) ἀποσκευάζω fut ind mid 2nd sg ἀποσκευάζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευάσῃ — ἀποσκευάζω aor subj mid 2nd sg ἀποσκευάζω aor subj act 3rd sg ἀποσκευάζω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευῶν — ἀποσκευάζω fut part act masc voc sg ἀποσκευάζω fut part act neut nom/voc/acc sg ἀποσκευάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀποσκευή removal fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσκευάσμεθα — ἀποσκευάζω plup ind mp 1st pl ἀποσκευάζω perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευαζόμεθα — ἀποσκευάζω pres ind mp 1st pl ἀποσκευάζω imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευαζόμενον — ἀποσκευάζω pres part mp masc acc sg ἀποσκευάζω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκευασαμένων — ἀποσκευάζω aor part mid fem gen pl ἀποσκευάζω aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)