-
1 απολέμητα
-
2 ἀπολέμητα
См. также в других словарях:
ἀπολέμητα — ἀπολέμητος not warred on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απολέμητα
2 ἀπολέμητα
ἀπολέμητα — ἀπολέμητος not warred on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)