-
1 απολαυσις
- εως ἥ1) (ис)пользование, потребление (sc. τῶν ἀγαθῶν Thuc., Isocr.); вкушение(σίτων καὴ ποτῶν Xen.)
2) наслаждение, удовольствие(ἀπολαύσεις σωματικαί Arst.)
3) воздаяние(ἀδικημάτων Luc.)
ἀπόλαυσίν τινος Eur. — в воздаяние за что-л. -
2 αισθησιακός
η, ό[ν] чувственный, плотский;αισθησιακές απολαύσεις — плотские удовольствия
-
3 επιδίδω
(αόρ. επέδωκα и επέδωσα) μετ.1) передавать; вручать;επιδίδω επιστολή — вручить письмо;
επιδίδω την κλήσιν εις τον μάρτυρα — вручать повестку свидетелю;
επιδίδω διαμαρτυρίαν — вручать ноту протеста;
επιδίδω τα διαπιστευτήρια μου — вручать верительные грамоты;
2) подавать (заявление и т. п.);επιδίδομαι — посвящать себя, отдаваться (чему-л.); — пристраститься (к чему-л.); — заниматься (чём-л.);
επιδίδομαι στην ποίηση — посвятить себя поэзии;
επιδίδομαι στην πολιτική — заняться политикой;
επιδίδομαι στον αθλητισμό — заниматься спортом; — увлекаться спортом;
επιδίδομαι στην απολαύσεις — предаваться удовольствиям
-
4 υλικός
η, ό[ν]1) материальный; вещественный;υλικός κόσμος — материальный мир;
υλικά αγαθά — материальные блага, ценности;
υλικό ενδιαφέρον — материальная заинтересованность;
οι συνθήκες της υλικής ζωής — материальные условия, условия жизни;
υλική ευημερία — материальное благосостояние;
2) плотский, чувственный;υλικές απολαύσεις — чувственные наслаждения
См. также в других словарях:
ἀπολαύσεις — ἀπόλαυσις act of enjoying fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόλαυσις act of enjoying fem nom/acc pl (attic) ἀπολαύω have enjoyment of aor subj act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
τρυφηλός — ή, ό / τρυφηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις 2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος») αρχ. μαλακός, τρυφερός. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
άτακτος — και άταχτος, η, ο (AM ἄτακτος, ον) [τάσσω] 1. ακατάστατος, χωρίς τάξη 2. απειθάρχητος μσν. νεοελλ. 1. αναιδής, θρασύς 2. απρεπής νεοελλ. 1. ζωηρός, ανήσυχος 2. «άτακτα σώματα στρατού» ή ως ουσ. άτακτοι αυτοί που δεν ανήκουν στον τακτικό στρατό 3 … Dictionary of Greek
ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… … Dictionary of Greek
ανεόρταστος — η, ο (Α ἀνεόρταστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν γιορτάστηκε, για τον οποίο δεν έγινε γιορτή αρχ. ο χωρίς γιορτές ή εορταστικές απολαύσεις («βίος ἀνεόρταστος») … Dictionary of Greek
απολαυστικός — ή, ό (AM ἀπολαυστικός, ή, όν) πρόξενος απόλαυσης, τερπνός, ευφρόσυνος αρχ. ο αφιερωμένος στην απόλαυση, αυτός που αγαπά τις απολαύσεις … Dictionary of Greek
αποχή — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
απόχη — Η εκούσια άρνηση συμμετοχής σε συζήτηση, ψηφοφορία και ειδικότερα η εκούσια άρνηση των εκλογέων να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων. Σε πολλές όμως χώρες έχει καθιερωθεί νόμος για την υποχρεωτική ψηφοφορία και η α … Dictionary of Greek
ασιανισμός — ο [ασιανίζω] 1. το να ζει κανείς όπως οι Ασιάτες, μέσα στην πολυτέλεια και στις απολαύσεις 2. η μοιρολατρική νοοτροπία 3. η βαρβαρότητα 4. θεωρία σύμφωνα με την οποία η Ασία μπορεί να είναι απολύτως αυτάρκης 5. (φιλολογικός όρος) η τάση ορισμένων … Dictionary of Greek