-
1 sömürge
αποικία -
2 колония
-и θ.1. αποικία, κτήση•английские -и αγγλικές αποικίες•
древнегреческие -и αρχαίες ελληνικές αποικίες.
2. παροικία.3. ίδρυμα (κοινοκατοικίας, κοινοθεραπείας κ.τ.τ.) детские трудовые воспитательные -и αναμορφωτικές εργατικές παιδικές σχολές•колония глухонемых σχολή κωφαλάλων•
трудовая колония беспризорных αναμορφωτική εργατική σχολή αλητο-παίδων.
4. (βιολ.) ομαδική συμβίωση κατωτέρων οργανισμών•колония кораллов αποικία κοραλλιών•
колония губок αποικία σπόγγων.
-
3 колония
-
4 colony
['koləni]plural - colonies; noun1) ((a group of people who form) a settlement in one country etc which is under the rule of another country: France used to have many colonies in Africa.) αποικία2) (a group of people having the same interests, living close together: a colony of artists.) παροικία3) (a collection of animals, birds etc, of one type, living together: a colony of gulls.) αποικία•- colonial- colonialism
- colonialist
- colonize
- colonise
- colonist
- colonization
- colonisation -
5 колония
колонияж1. ἡ ἀποικία, ἡ κτήσις·2. (поселение) ἡ παροικία. -
6 колония
[καλόνιγια] ουσ. θ. αποικία -
7 колония
[καλόνιγια] ουσ θ αποικία -
8 трудовой
επ.εργατικός, της δουλειάς•кодекс εργατικός κώδικας•
-ая дисциплина εργατική πειθαρχία•
трудовой день βλ. трудодень•
-ые деньги τα χρήματα της δουλειάς•
трудовой стаж τα χρόνια εργασίας ή υπηρεσίας•
-ое законодательство εργατική νομοθεσία•
-ое воспитание εργατική διαπαιδαγώγηση•
-ая колония εργατική-αναμορφωτική αποικία (είδος ποινής ανήλικων εγκληματιών).
|| ο εργαζόμενος•-ое крестьянство η εργαζόμενη αγροτιά•
трудовой народ ο εργαζόμενος λαός.
εκφρ.- ая книжка – εργατικό βιβλιάριο•- ые резервы – εργατικές εφεδρείες•- ое соглашение – εργατική συμφωνία ή σύμβαση. -
9 Colony
subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Colony
-
10 Settlement
subs.Establishment of a colony (etc.): P. κτίσις, ἡ, οἴκισις, ἡ, κατοίκισις, ἡ.Colony: P. and V. ἀποικία.Settlement of Athenian citizens abroad: P. κληρουχία, ἡ.Sojourn in a foreign land: P. and V. μετοικία, ἡ.Setting in order: P. διακόσμησις, ἡ.Settlement (of disputes, etc.): P. διάλυσις, ἡ.Of debts: P. διάλυσις, ἡ.Subjugation by force of arms: P. καταστροφή, ἡ.Agreement: P. and V. σύμβασις, ἡ, σύνθημα, τό, συνθῆκαι, αἱ, P. ὁμολογια, ἡ.Confirmation: P. βεβαίωσις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Settlement
-
11 colonie
1) αποικία2) οικισμός -
12 kolonie
1) αποικία2) οικισμός -
13 osada
1) αποικία2) οικισμός -
14 colony
1) αποικία2) παροικία -
15 kolonia
1) αποικία2) οικισμός -
16 osada
1) αποικία2) οικισμός
См. также в других словарях:
ἀποικία — ἀποικίᾱ , ἀποικία settlement far from home fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀποικίᾱ , ἀποικία settlement far from home fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποικία — η 1. νεότερη πόλη ιδρυμένη σ άλλον τόπο από τους πολίτες παλιότερης πόλης (μητρόπολης): Η Κέρκυρα ήταν αποικία της Κορίνθου. 2. χώρα που βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία άλλου, απομακρυσμένου, κράτους: Η Αγκόλα ήταν πορτογαλική αποικία. 3. ομάδα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποικίᾳ — ἀποικίαι , ἀποικία settlement far from home fem nom/voc pl (ionic) ἀποικίᾱͅ , ἀποικία settlement far from home fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποικία — Στην αρχαία εποχή, α. ονομαζόταν η πόλη που χτιζόταν από κατοίκους μιας πόλης σε άλλη χώρα. Από τον 15o αι. μ.Χ., α. ονομάζεται μια περιοχή εξαρτημένη από άλλη χώρα, που εκμεταλλεύεται τους οικονομικούς κυρίως πόρους της (βλ. λ. αποικιοκρατία).… … Dictionary of Greek
ἀποικίας — ἀποικίᾱς , ἀποικία settlement far from home fem acc pl (ionic) ἀποικίᾱς , ἀποικία settlement far from home fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίαι — ἀποικία settlement far from home fem nom/voc pl (ionic) ἀποικίᾱͅ , ἀποικία settlement far from home fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίαν — ἀποικίᾱν , ἀποικία settlement far from home fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αυλωνία — Αποικία των αρχαίων Ελλήνων στην Ιταλία. Λεγόταν και Καυλωνία (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
ἀποικιέων — ἀποικία settlement far from home fem gen pl (epic ionic) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικιῶν — ἀποικία settlement far from home fem gen pl (ionic) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (attic epic doric) ἀποικίζω send away from home fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποικίαις — ἀποικία settlement far from home fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)