-
1 ἀπο-θερίζω
ἀπο-θερίζω, abmähen, ἀποϑερίσαι Ael. H. N. 1, 5, s. ἀποϑρίζω.
См. также в других словарях:
ἀποθρίζω — ἀποθερίζω cut off pres subj act 1st sg ἀποθερίζω cut off pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)