-
1 αποεργμένη
-
2 ἀποεργμένη
См. также в других словарях:
ἀποεργμένη — ἀπό ἔργνυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αποεργμένη
2 ἀποεργμένη
ἀποεργμένη — ἀπό ἔργνυμι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)