-
1 αποδατεομαι
Hom. v. l. = ἀποδαίομαι См. αποδαιομαι -
2 ἀποδατέομαι
1 share out c. acc. & gen. “ πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον” N. 10.86 -
3 ἀποδατέομαι
A- δασσάμην Theoc.17.50
, inf.- δάτταθθαι Leg.Gort.4.29
:— portion out to others, apportion,ἥμισν τῷ ἐνάρων ἀποδάσσομαι Il.17.231
;Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι 22.118
;σοὶ δ' αὖ.. τῶνδ' ἀποδάσσομαι ὅσσ' ἐπέοικεν 24.595
;πάντωνἴσον Pi.N.10.86
, cf. Call.Del.9, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδατέομαι
-
4 αποδάσεται
ἀποδατέομαιportion out to: aor subj mid 3rd sg (epic)ἀποδατέομαιportion out to: fut ind mid 3rd sg -
5 ἀποδάσεται
ἀποδατέομαιportion out to: aor subj mid 3rd sg (epic)ἀποδατέομαιportion out to: fut ind mid 3rd sg -
6 αποδάσομαι
ἀποδατέομαιportion out to: aor subj mid 1st sg (epic)ἀποδατέομαιportion out to: fut ind mid 1st sg -
7 ἀποδάσομαι
ἀποδατέομαιportion out to: aor subj mid 1st sg (epic)ἀποδατέομαιportion out to: fut ind mid 1st sg -
8 αποδάσσεται
ἀποδατέομαιportion out to: aor subj mid 3rd sg (epic)ἀποδατέομαιportion out to: fut ind mid 3rd sg (epic) -
9 ἀποδάσσεται
ἀποδατέομαιportion out to: aor subj mid 3rd sg (epic)ἀποδατέομαιportion out to: fut ind mid 3rd sg (epic) -
10 αποδάσσομαι
ἀποδατέομαιportion out to: aor subj mid 1st sg (epic)ἀποδατέομαιportion out to: fut ind mid 1st sg (epic) -
11 ἀποδάσσομαι
ἀποδατέομαιportion out to: aor subj mid 1st sg (epic)ἀποδατέομαιportion out to: fut ind mid 1st sg (epic) -
12 απεδάσαντο
-
13 ἀπεδάσαντο
-
14 απεδάσατο
-
15 ἀπεδάσατο
-
16 απεδάσσαο
-
17 ἀπεδάσσαο
-
18 απεδάσσατο
-
19 ἀπεδάσσατο
-
20 αποδασάμενοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αποδατέομαι — ἀποδατέομαι (Α) [δατούμαι] 1. ξεχωρίζω, δίνω μερίδιο σε κάποιον 2. διαχωρίζω, αποσπώ μέρος ενός όλου … Dictionary of Greek
ἀποδάσεται — ἀποδατέομαι portion out to aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποδατέομαι portion out to fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάσομαι — ἀποδατέομαι portion out to aor subj mid 1st sg (epic) ἀποδατέομαι portion out to fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάσσεται — ἀποδατέομαι portion out to aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποδατέομαι portion out to fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάσσομαι — ἀποδατέομαι portion out to aor subj mid 1st sg (epic) ἀποδατέομαι portion out to fut ind mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδάσαντο — ἀποδατέομαι portion out to aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδάσατο — ἀποδατέομαι portion out to aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδάσσαο — ἀποδατέομαι portion out to aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδάσσατο — ἀποδατέομαι portion out to aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασάμενοι — ἀποδατέομαι portion out to aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασάμενος — ἀποδατέομαι portion out to aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)