-
1 убегать
убегатьнесов φεύγω, ἀπομακρύνομαι τρέχοντας/ δραπετεύω, ἀποδιδράσκω (совершать побег). -
2 бегать
ρ.δ.1. βλ. бежать με τη διαφορά ότι το ρ. бегать σημαίνει κίνηση συνεχή ή προς διάφορες κατευθύνσεις.2. φεύγω, δραπετεύω, αποδιδράσκω.3. πηγαινοέρχομαι.4. περιφέρω, στρέφω, γυρίζω γρήγορα από ένα πράγμα σ’ άλλο.5. καταδιώκω, κυνηγώ, παίρνω κατά πόδι.ή τρέχω κοντά από, κυνηγώ•-ет за девушками κυνηγά τα κορίτσια.
-
3 уйти
уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•
брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•
завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.
|| πηγαίνω•все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•
отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•
уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).
2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.
|| εγκαταλείπω, αφήνω•она ушла от него αυτή τον παράτησε•
он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•
уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.
|| μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.
3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•
-в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•
уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.
4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•годы ушли τα χρόνια πέρασαν•
время прошло ο καιρός πέρασε.
5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.
|| πεθαίνω•ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.
6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.
|| χρειάζομαι, απαιτούμαι•целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.
7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).
8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.9. βλ. вместиться.10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.
11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).
12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.εκφρ.уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.
См. также в других словарях:
ἀποδιδράσκω — run away pres subj act 1st sg ἀποδιδράσκω run away pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδιδράσκω — (αποδιδράσκω) → δες απέδρασα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποδιδράσκω — (AM ἀποδιδράσκω) (νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω αρχ. 1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω 2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. λιποτακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διδράσκω σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό οι ρηματικοί του τύποι συνήθως… … Dictionary of Greek
ἀπέδραν — ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἀπέδρᾱν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (doric) ἀποδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) ἀπέδρᾱν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδράσκετε — ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 2nd pl ἀποδιδράσκω run away pres ind act 2nd pl ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδράσκῃ — ἀποδιδράσκω run away pres subj mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres ind mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδίδρασκον — ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 3rd pl ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδίδρησκον — ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 3rd pl (ionic) ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδρασκόντων — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen pl ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδρησκόντων — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen pl (ionic) ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδιδράσκει — ἀποδιδράσκω run away pres ind mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)