Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀποδιδράσκω

  • 1 убегать

    убегать
    несов φεύγω, ἀπομακρύνομαι τρέχοντας/ δραπετεύω, ἀποδιδράσκω (совершать побег).

    Русско-новогреческий словарь > убегать

  • 2 бегать

    ρ.δ.
    1. βλ. бежать με τη διαφορά ότι το ρ. бегать σημαίνει κίνηση συνεχή ή προς διάφορες κατευθύνσεις.
    2. φεύγω, δραπετεύω, αποδιδράσκω.
    3. πηγαινοέρχομαι.
    4. περιφέρω, στρέφω, γυρίζω γρήγορα από ένα πράγμα σ’ άλλο.
    5. καταδιώκω, κυνηγώ, παίρνω κατά πόδι.ή τρέχω κοντά από, κυνηγώ•

    -ет за девушками κυνηγά τα κορίτσια.

    Большой русско-греческий словарь > бегать

  • 3 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

См. также в других словарях:

  • ἀποδιδράσκω — run away pres subj act 1st sg ἀποδιδράσκω run away pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδιδράσκω — (αποδιδράσκω) → δες απέδρασα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποδιδράσκω — (AM ἀποδιδράσκω) (νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω αρχ. 1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω 2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. λιποτακτώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + διδράσκω σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό οι ρηματικοί του τύποι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ἀπέδραν — ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (epic) ἀπέδρᾱν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 3rd pl (doric) ἀποδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (epic) ἀπέδρᾱν , ἀποδιδράσκω run away aor ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδράσκετε — ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 2nd pl ἀποδιδράσκω run away pres ind act 2nd pl ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδράσκῃ — ἀποδιδράσκω run away pres subj mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres ind mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεδίδρασκον — ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 3rd pl ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεδίδρησκον — ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 3rd pl (ionic) ἀποδιδράσκω run away imperf ind act 1st sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδρασκόντων — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen pl ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδρησκόντων — ἀποδιδράσκω run away pres part act masc/neut gen pl (ionic) ἀποδιδράσκω run away pres imperat act 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδιδράσκει — ἀποδιδράσκω run away pres ind mp 2nd sg ἀποδιδράσκω run away pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»